πύρινος

From LSJ
Revision as of 08:47, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρῐνος Medium diacritics: πύρινος Low diacritics: πύρινος Capitals: ΠΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pýrinos Transliteration B: pyrinos Transliteration C: pyrinos Beta Code: pu/rinos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, (πῦρ)
A of fire, fiery, σῶμα Arist.de An.435a12, cf. GC326a31; εἰ . . ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph.1049a26; ἄστρα Id.Cael.289a16; δοκίς D.S.15.50; θώρακες Apoc.9.17; π. κλῇθρα PMag.Par.1.589; πύριναι νύμφαι = hot springs, AP14.52; π. πύρινον φάρμακον = fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B.
II metaph., πύρινος πόλεμος = bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40.
2 πύρινον ἀσπαστικόν = fiery greeting, PMag.Par.1.638.

[ῡ], η, ον, (πυρός)
A of wheat, wheaten, <στάχυς> E.Fr.373; prob. for πυρίμου ib.350; ἄρτοι X.An.4.5.31; σῖτος PEleph.5.26 (iii B.C.), Babr.26.2; πτισάνη Arist.Pr.863a35; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, Dsc.3.102; γράστις PSI3.351.7 (iii B.C.), Hippiatr. 68; ἡ πυρίνη, name of a plaster containing bread, Paul.Aeg.7.17.15.

German (Pape)

[Seite 822] wie πύριμος u. πυράμινος, vom Weizen; Posidon. bei Ath. IV, 152 c; Xen. An. 4, 5, 31; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 45; ἄχνη, Babr. 117, 7. vom Feuer; σῶμα, Arist. de an. 3, 13; Plut. Lys. 12 u. A.

French (Bailly abrégé)

1η, ον :
de feu, enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ.
2η, ον :
de blé, de froment.
Étymologie: πυρός².

Greek (Liddell-Scott)

πύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, (πῦρ) ὁ ἐκ πυρός, πυρώδης, σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 13, 1, πρβλ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 19· εἰ... ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ πύρινος ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 5· ἄστρα π. Οὐρ. 2. 7, 1· π. νύμφαι, θερμαὶ πηγαί, Ἀνθ. Π. 14: 52.

Spanish

hecho de fuego, relativo al fuego

English (Strong)

from πυρά; fiery, i.e. (by implication) flaming: of fire.

English (Thayer)

πυρινη, πυρινον (πῦρ), fiery: θώρακες πυρίνους, i. e. shining like fire, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / πύρινος, -η, -ον, ΝΜΑ πῡρ
αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ένθερμος, διακαήςπύρινος έρωτας»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον
το φυτό πύρεθρο
2. φρ. α) «πύρινον φάρμακον»
πιθ. το αρσενικό
β) «πύριναι νύμφαι» — ονομασία τών θερμών πηγών
γ) «πύρινος πόλεμος»
μτφ. άγριος, σκληρός, πεισματώδης πόλεμος
δ) «πύρινον ἀσπαστικὸν» — θερμότατος χαιρετισμός.
(II)
-ίνη, -ον, ΜΑ πυρός
1. αυτός που αποτελείται από σιτάρι, ο σιταρένιος («σὺν πολλοῖς ἄρτοις... πυρίνοις», Ξεν.)
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ πυρίνη
ονομασία εμπλάστρου το οποίο περιέχει άρτο.

Greek Monotonic

πύρῐνος: [ῠ], -η, -ον (πῦρ), αυτός που προέρχεται από τη φωτιά, πυρώδης, καυτός, σε Ανθ.
• πύρῐνος: [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από σιτάρι, σιταρένιος, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πύρῐνος: (ῠ) πῦρ
1) огненный (ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT);
2) горячий: πύριναι νύμφαι Anth. горячие источники.
(ῡ) πυρός II] пшеничный (στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.).

Middle Liddell

πύ¯ρῐνος, η, ον [πῡρός]
of wheat, wheaten, Xen., etc.
πῠ́ρῐνος, η, ον [πῦρ]
of fire, fiery, hot, Anth.

Chinese

原文音譯:pÚrinoj 匹里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:火的
字義溯源:如火的,燃燒的,火紅色的;源自(πυρά)=燃火),而 (πυρά)出自(πῦρ)*=火)。參讀 (πῦρ)同源字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 如火(1) 啓9:17

English (Woodhouse)

wheaten, of corn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fiery

Arabic: نَارِيّ‎; Belarusian: вогненны, агні́сты, агнявы; Bulgarian: огнен; Chinese Mandarin: 火的; Czech: ohnivý; Danish: ild-; Dutch: vurig; Esperanto: fajra; Finnish: tulinen; French: ardent; Georgian: ცეცხლოვანი; German: feurig, Feuer-; Ancient Greek: πύρινος; Hebrew: אֵשִׁי‎; Hungarian: tüzes; Italian: ardente; Latin: igneus, ignifer; Lithuanian: ugningas; Macedonian: огнен; Middle English: fyry; Polish: ognisty, ogniowy; Portuguese: ígneo; Romanian: focos; Russian: огненный, огневой; Serbo-Croatian Cyrillic: огњен; Roman: ognjen; Slovak: ohnivý; Slovene: ognjen; Swedish: eldig; Turkish: ateşli; Ukrainian: вогненний, вогневий, вогньовий, вогнистий

wheaten

Bulgarian: пшеничен, житен; Finnish: vehnä-, vehnäinen; German: Weizen-; Lithuanian: kvietinis; Polish: pszenny, pszeniczny; Romanian: din grâu; Spanish: de trigo; Yiddish: ווייצן‎