κατεσθίω

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεσθίω Medium diacritics: κατεσθίω Low diacritics: κατεσθίω Capitals: ΚΑΤΕΣΘΙΩ
Transliteration A: katesthíō Transliteration B: katesthiō Transliteration C: katesthio Beta Code: katesqi/w

English (LSJ)

poet. and later κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 (Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): fut. A κατέδομαι Il.22.89, Od.21.363, Ar.Av.588: aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): pf. κατεδήδοκα Id.V.838, Pax386, etc.; part. κατὰ… ἐδηδώς Il.17.542:—Pass., pf. κατεδήδεσμαι Pl.Phd.11oe, Antiph.161.3: aor. κατηδέσθην Pl.Com.35:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey, λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314, cf. Od.12.256; of a dolphin, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24; also of men, οἳ κατὰ βοῦς… ἤσθιον Od.1.8; τοὺς γονέας Hdt.3.38, cf. 8.115, E.Cyc.341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra.560; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit., κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6. 2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq.258, Antiph.239; τὰ ὄντα D.38.27; πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32. 3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 (Pass.); of the wind, κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5:—Pass., to be gnawed, ib.5.17.7. 4 bite, τοῦ παλαιστοῦ τὸ οὖς Philostr.Im.1.6. 5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep.256.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἐσθίω u. κατέδω), verzehren, auffressen; vom Drachen, ἔνθ' ὅγε τοὺς κατήσθιε τετριγῶτας Il. 2, 314, nachh. κατέφαγε; von Hunden, σὲ κατέδονται 22, 89; vom Delphin, 21, 24; Eur. Cycl. 341; Ar. Plut. 1130; χοιρίδιον κατεδηδοκώς Par 338, öfter; in Prosa, ὠμὸν κατεσθίειν, wie wir sagen »Einen mit Haut u. Haaren auffressen«, Xen. An. 4, 8, 14 u. Folgde; übertr. verzehren, aufzehren, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od. 15, 12; εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν γῆν καταφάγοι Menand. bei Ath. IV, 166 c; τὰ κοινὰ πρὶν λαχεῖν κατεσθίεις Ar. Equ. 258; τὰ πατρῷα κατεδηδοκέναι Aesch. 1, 94; τὴν πατρῴαν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ' εἰ οἷόν τ' ἐστὶν εἰπεῖν καὶ κατέπιεν ib. 96; Dem. u. Sp., bes. durch Schlemmerei durchbringen; – λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης Plat. Phaed. 110 f; – κατεδήδοται steht D. Hal. 1, 55.

French (Bailly abrégé)

impf. κατήσθιον, f. κατέδομαι, ao.2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα ou κατέδηδα;
1 manger, dévorer : ὠμὸν κ. τινα XÉN dévorer qqn tout cru;
2 ronger en parl. de la moisissure.
Étymologie: κατά, ἐσθίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εσθίω, later κατ-έσθω en ep. κατ-έδω; fut. dual. κατέδεσθον eten, verslinden:; φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν (de vliegen) vreten de gesneuvelde mannen op Il. 19.31; κατεσθίων γε σέ door jou op te eten Eur. Cycl. 341; wegvreten:; ἐκεῖνοι οἱ λίθοι εἰσὶ... οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι die stenen zijn niet aangevreten of beschadigd Plat. Phaed. 110e; overdr.: ὃν θυμὸν κατέδων zich opvretend Il. 6.202; τὰ κοινά... κατεσθίεις jij verslindt gemeeschapsgeld Aristoph. Eq. 258.

Russian (Dvoretsky)

κατεσθίω: эп. (fut. κατέδομαι, aor. 2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pf. pass. κατεδήδεσμαι)
1) съедать, пожирать (τοὺς τετριγῶτας νεοσσούς, ταῦρον, βοῦς Hom.; τὰ φύλλα Her.; ὑπ᾽ ὄφεων κατεδηδεσμένος Arst.): ὠμὸν κ. τινά Xen. съесть живьем, т. е. полностью уничтожить кого-л.;
2) перен. пожирать, истреблять, расточать (τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Arph.; τὰ ὄντα Dem.; τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν NT);
3) разъедать (οἱ λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ ἅλμης Plat.);
4) терзать (ὁ ζῆλος κατέφαγέ - v.l. καταφάγεταί - με NT). - см. тж. κατέδω.

Spanish

comer

English (Strong)

from κατά and ἐσθίω (including its alternate); to eat down, i.e. devour (literally or figuratively): devour.

Greek Monolingual

κατεσθίω και κατέσθω (Α)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ.
β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.)
2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.)
3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους», Ιπποκρ.
β. «λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος», Πλάτ.)
4. (για άνεμο που προέρχεται από τη θάλασσα) ξεραίνω, απορροφώ την ικμάδα
5. δαγκώνω («κατεσθίειν τοῦ παλαιστοῦ τὸ οὗς», Φιλόστρ.)
6. παθ. κατεσθίομαι
ροκανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐσθίω «τρώγω»].

Greek Monotonic

κατεσθίω: μέλ. κατέδομαι, αόρ. βʹ κατέφᾰγον (βλ. καταφαγεῖν), παρακ. κατεδήδοκα, Επικ. κατέδηδα·
1. Παθ. παρακ. κατεδήδεσμαι· κατατρώω, καταβροχθίζω, λέγεται για ζώα θηράματα, σε Όμηρ.· λέγεται για τους ανθρώπους, καταναλώνω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω ή αφανίζω την περιουσία κάποιου, σε Αριστοφ., Δημ.
3. λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος, διαβρωμένοι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεσθίω: μέλλ. κατέδομαι, Ἰλ. Χ. 89, Ὀδ. Φ. 363, καὶ Ἀττ. ἀόρ. κατέφαγον (ἴδε καταφαγεῖν): πρκμ. κατεδήδοκα Ἀριστοφ. Σφ. 838, Εἰρ. 388, κτλ. (πρβλ. Μοῖρ. σ. 221): κατεδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· παθ. πρκμ. κατεδήδεσμαι Πλάτ. Φαίδων 110Ε· παθ. ἀόρ. κατηδέσθην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8·- ἕτεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. εἶναι κατέσθω, κατέδω, ἅπερ ἴδε. Κατατρώγω, καταβροχθίζω, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ ζῷων ἁρπακτικῶν, λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· ἐπὶ ὄφεως, τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε Β. 314, πρβλ. Ὀδ. Μ. 256· ἐπὶ δελφῖνος, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Ἰλ. Φ. 24· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ κατὰ βοῦς… ἤσθιον Ὀδ. Α. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 16, 38., 8. 115· ὠμὸν κατεσθίειν τινὰ Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14· κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ Ἄλεξ. ἐν «Ἀπελγ.» 1. 12· μετὰ γεν. διαιρετ., κ. πολλῶν πουλύπων Ἀμειψ. ἐν «Κατεσθ.» 1. 2) μεταφορ., κατατρώγω, καταναλίσκω, φθείρω, ἀφανίζω, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71· τὰ ὄντα Δημ. 992. 25· τὴν πατρῷαν οὐσίαν Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλ.» 1. 32. 3) παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ., ἐπὶ διαβρωτικῶν χυμῶν· οὕτω, λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Πλάτ. Φαίδων ἔνθ. ἀνωτ.

Middle Liddell

fut. κατέδομαι aor2 κατέφᾰγον [v. καταφαγεῖν perf. κατεδήδοκα epic κατέδηδα perf. pass. κατεδήδεσμαι
1. to eat up, devour, of animals of prey, Hom.; of men, to eat up, Od., Hdt.
2. to eat up or devour one's substance, Ar., Dem.
3. λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος corroded, Plat.

Chinese

原文音譯:katesq⋯w 卡特-誒士提哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:向下-喫 相當於: (אָבַד‎) (אָכַל‎) (חָסַל‎)
字義溯源:吞喫,喫盡,喫下去,耗盡,侵吞,吞,吞滅,吞盡,毀滅,火燒,燒滅;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐσθίω / ἔσθω)=喫)組成;而 (ἐσθίω / ἔσθω)出自(ἑδραίωμα)X*=喫)。參讀 (γεύομαι)同義字參讀 (ἐσθίω / ἔσθω)同源字
出現次數:總共(15);太(2);可(2);路(3);約(1);林後(1);加(1);啓(5)
譯字彙編
1) 侵吞(3) 可12:40; 路20:47; 林後11:20;
2) 喫下去(2) 啓10:9; 啓10:10;
3) 喫盡了(2) 可4:4; 路8:5;
4) 吞滅(1) 啓11:5;
5) 吞喫(1) 啓12:4;
6) 燒滅了(1) 啓20:9;
7) 火燒(1) 約2:17;
8) 你們侵吞(1) 太23:14;
9) 吞盡了(1) 路15:30;
10) 喫了(1) 太13:4;
11) 吞(1) 加5:15