τελωνέω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
pf. A τετελώνηκα Phld. Rh.1.344 S.:—to be a τελώνης, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Plu.2.236b, Luc.Pseudol.30; in bad sense, κλέπτει, τελωνεῖ Apollod.Com.13.13, cf. Phld. l.c. II c. acc., τελωνέω τινὰ πικρῶς take heavy toll of one, Str.9.3.4:—Med., ἐτελωνήσατο ἐξάγων δούλην has paid toll for exporting a slave-woman, BGU 913.11 (iii A.D.), cf. 882.2 (iii A.D.); freq. in pf., τετελώνηται διὰ πύλης ἐξάγων PAmh.2.116, 117 (ii A.D.), PLips.81,82 (iii/iv A.D.), etc.:—Pass., τελωνουμένους σκληρῶς OGI55.17 (Telmessus, iii B.C.); to be demanded as toll or be paid as toll, LXX 1 Ma.13.39; καθότι ἂν οἱ Μιλήσιοι τελωνῶνται = as Milesians are subject to tax, Milet.3.149.25 (ii B.C.); τὰ μὴ τετελωνημένα articles on which customs-duty has not been paid, PTeb. 5.26 (ii B.C.): metaph., dub. in Erot.Prooem.
German (Pape)
[Seite 1089] ein τελώνης sein, die Zölle pachten und einnehmen, Luc. Pseudol. 30 u. A.; übrtr., τοὺς λόγους, von der Gelehrsamkeit Zoll nehmen, d. h. für Geld lehren, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être fermier public, percepteur d'impôts.
Étymologie: τελώνης.
Greek (Liddell-Scott)
τελωνέω: εἶμαι τελώνης, εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. τελώνης (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, μεγάλως φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. καπηλεύω. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς φόρος, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
Greek Monotonic
τελωνέω: μέλ. τελωνήσω, είμαι τελώνης, εισπράττω φόρους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τελωνέω: τέλος I, 12] взять на откуп налоги, быть откупщиком Plut., Luc.