ἄλκαρ

Revision as of 14:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, only nom. and acc.:—safeguard, defence, οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄ. ἔσεσθαι Il.5.644; ἄ. Ἀχαιῶν 11.823; σᾶς δάμαρτος ἄ E.Tr.590 (lyr.): c. gen. obj., γήραος ἄ. defence against old age, h.Ap.193; ἴδεος, ὑετοῦ ἄ., Call.Fr.124, A.R.2.1074: abs., remedy, Aret.CA1.1.—Ep. and Lyr. word, cf. Pi.P.10.52, Ps.-Phoc.128. Cf. ἀλέξω.

Spanish (DGE)

(ἄλκᾰρ) τό
• Morfología: [sólo en nom. y ac.]
1 defensa, baluarte, bastión c. gen. de pers. Ἀχαιῶν Il.11.823, σᾶς δάμαρτος E.Tr.590, c. dat. οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄ. ἔσσεσθαι Il.5.644.
2 defensa, protección, refugio contra c. gen. de cosa γήραος h.Ap.193, χοιράδος ἄ. πέτρας Pi.P.10.52, κακῶν καὶ γήραος Emp.B 111.1, ὑετοῦ A.R.2.1074, ἴδεος Call.Fr.304, ἀναιδέος ὄθμ[α] τος Call.Fr.186.29, ἀνίης Nonn.D.7.76.
3 medic. remedio abs. Aret.CA 1.1.28, Hp. en Gal.19.75
c. gen. remedio para ὕδωρ ὄσσων ἄλκαρ Heliod.SHell.472.6.

German (Pape)

[Seite 99] τό, nur nom. u. acc., Schutz, Abwehr, Hom. zweimal, Iliad. 11, 823 οὐκέτι ἄλκαρ Ἀχαιῶν ἔσσεται, sie werden sich nicht mehr mit Erfolg vertheidigen, 5, 644 οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀίομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι ἐλθόντ' ἐκ Λυκίης; – Pind. ἄγκυρα ἄλκαρ πέτρας χοιράδος P. 10, 52; πίλημα πέτρου ἄλκαρ Callim. bei Schol. Soph. O. C. 314; ὑετοῦ Ap. Rh. 2, 1074; häufig bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc.
secours, appui.
Étymologie: ἀλκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλκαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ.: ― φυλακτήριον, ἀλέξημα, ἄμυνα, οὔτε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι, Ἰλ. Ε. 644· ἄλκαρ Ἀχαιῶν, Λ. 823, ἀλλὰ γήραος ἄλκαρ, ἀλεξητήριον κατὰ τοῦ γήρατος. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 193. Ἐπικὴ λέξις ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ. Π. 10, 81., Ψευδο-Φωκυλ. 120. (Συγγενὲς τῷ ἀλκή).

English (Autenrieth)

(root αλκ): protection, defence, Il. 5.644 and Il. 11.823.

English (Slater)

ἄλκαρ defence, protection ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (P. 10.52)

Greek Monolingual

ἄλκαρ, το (Α)
(σε χρήση μόνο σε ονομαστική και αιτιατική)
1. προπύργιο, προστασία, ασφάλεια, άμυνα
2. υπεράσπιση, προφύλαξη από κάτι
3. θεραπευτικό μέσο, φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλέπε ἄλαλκε].

Greek Monotonic

ἄλκαρ: τό (ἀλκή), μόνο στην ονομ. και αιτ., φυλακτό, άμυνα, με δοτ., οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄλκαρ Ἀχαιῶν, η άμυνα των Αχαιών, στο ίδ.· αλλά, γήραος ἄλκαρ, ἄμυνα εναντίον των γηρατειών, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἄλκαρ: τό (только nom. и acc. sing.) защита, оплот: ἄ. τινός и τινί Hom. защита кого-л., но ἄ. τινός HH, Pind. защита от чего-л.

Middle Liddell

ἀλκή
only in nom. and acc., a safeguard, defence, c. dat., Τρώεσσιν ἄλκαρ ἔσεσθαι Il.; c. gen. ἄλκαρ Ἀχαιῶν defence of the Achaeans, Il.; but, γήραος ἄλκαρ a defence against old age, Hhymn.