δεξιότης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A dexterity, especially of mind, sharpness, cleverness, σοφίη καὶ δεξιότης Hdt.8.124, cf. Ar.Eq.719, al.; opp. ἀμαθία, Th.3.37.
II = δεξίωσις, δεξιότης καὶ φιλία Paus.7.7.5.
III courtesy, kindliness (cf. δεξιός v), Ph.2.30.
IV fortune, felicity, καιροῦ Lyd.Mag.1.3.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. -τας IAE 36.12 (I d.C.)
1 destreza, habilidad en la guerra ἔδοσαν ... σοφίης δὲ καὶ δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ ... στέφανον ἐλαίης Hdt.8.124, del médico para curar, Hp.Morb.Sacr.1.20, τοῦ ὁμιλεῖν I.AI 18.207, cf. 19.88, ἡ περὶ τὰς πράξεις αὐτοῦ δεξιότης I.AI 2.41
•en esp. de la inteligencia agudeza, ingeniosidad, ingenio op. ἀμαθία Th.3.37, cf. Ar.Eq.719, V.1059, Ra.1009, φιλοσοφίας ... ἐγκαταλείμματα περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα los restos de su filosofía que se han conservado gracias a su brevedad y finura intelectual Arist.Fr.13, para hacer una broma, Plu.2.632a, en la elocuencia δεξιότης καὶ πειθώ D.Chr.27.4, ἡ δεξιότης τῶν λόγων I.AI 9.26.
2 afabilidad, cortesía Ph.2.30, IAE l.c., Luc.Alex.61, Sat.34, D.C.69.5.1, Gr.Thaum.Pan.Or.6.52, Gr.Naz.Ep.204.3
•rectitud moral, Gr.Nyss.Eun.1.106.
3 acogida amable, hospitalidad δεξιότης καὶ φιλία Paus.7.7.5.
4 situación favorable o propicia δεξιότης καιροῦ Lyd.Mag.1.3.
German (Pape)
[Seite 547] ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαθία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
adresse, dextérité, habileté.
Étymologie: δεξιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεξιότης -ητος, ἡ δεξιός handigheid, vaardigheid, slimheid. vriendelijkheid, hoffelijkheid.
Russian (Dvoretsky)
δεξιότης: ητος ἡ разумность, ловкость Thuc., Her. etc.
Greek Monotonic
δεξιότης: -ητος, ἡ (δεξιός), ικανότητα, εξυπνάδα, ευφυΐα, οξύνοια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· αντίθ. προς το ἀμαθία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιότης: -ητος, ἡ, ἱκανότης, ἐπιδεξιότης, ἐμπειρία, ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δεξιότης Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ ἀμαθία, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = δεξίωσις, Παυσ. 7. 7, 5.
Translations
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము