δέρρις
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
εως, ἡ, (Att. form of Δέρσις, cf. δέρω) A skin, δ. τριχίνη LXX Za.13.4, cf. AP12.33 (Mel.). II leather covering, of a jerkin, Eup.328; of a curtain, Pl.Com.240, Myrtil.1. III in plural (sg., Ph.Bel.95.34), screens of skin or hide, hung before fortifications to deaden the enemy's missiles, Th.2.75, Cic.Att.4.19.1, D.S.20.9, Apollod.Poliorc.142.2, Polyaen.3.11.13: generally, curtain, LXX Ex. 26.7, al., IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): δέρσις Th.2.75 • Grafía: graf. δέρις LXX Ps.103.2 en Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1336C, Gal.18(1).454, Poll.2.235, Zonar.
1 prenda de vestir, zamarra γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη Eup.357, ἐνδύεσθαι δέρριν τριχίνην LXX Za.13.4.
2 cubierta de piel o cuero colocada como protección contra los proyectiles o el fuego enemigos, gener. en plu. (τεῖχος) καὶ προκαλύμματα εἶχε δέρσεις καὶ διφθέρας Th.l.c., ταῖς πρῴραις δέρρεις κατεπέτασαν D.S.20.9, cf. Apollod.Poliorc.142.2, AP 12.33 (Mel.), contra las olas, Polyaen.3.11.13, Cic.Att.93.1, en sg. Ph.Mech.95.34, protegiendo un ariete, I.BI 3.220.
3 cortina de piel Pl.Com.267, Hsch.s.u. δέρρεις, ποιήσεις δέρρεις τριχίνας σκέπην ἐπὶ τῆς σκηνῆς = harás cortinas de piel para una tienda sobre el Tabernáculo LXX Ex.26.7, cf. 8, 9, Nu.4.25
• gener. cortina, telón σύνηθες ἐν κωμῳδίαι παραπετάσματα δέρρεις ποιεῖν οὐ πορφυρίδας Myrtil.1, cf. IG 5(1).1390.35 (Andania I a.C.), (ὁ Θεός) ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν = (Dios) que despliega el cielo como un toldo LXX Ps.103.2.
4 entoldado, tienda, plu. aduares διεσπάσθησαν αἱ δέρρεις μου = mis aduares fueron destrozados LXX Ie.4.20, τὰς δέρρεις αἷς ὑπεσκήνουν I.BI 3.205.
5 cuero, odre πληρῶσαι δέρριν κηρίων Gr.Naz.M.37.723A.
6 correa de cuero Gal.18(1).454.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.
Étymologie: δέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέρρις en δέρσις -εως, ἡ [δέρω] huid, vel; milit. plur. schermen, gebruikt als bescherming tegen projectielen.
Russian (Dvoretsky)
δέρρις: εως ἡ
1) Anth. = δέρμα 2;
2) кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.).
Greek Monolingual
δέρρις και δέρσις, η (Α)
1. δέρμα
2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο
3. παραπέτασμα
4. στον πληθ. δέρρεις
δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική γλώσσα, ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. δέρσις με αφομοίωση].
Greek Monotonic
δέρρις: -εως, ἡ (δέρος), δερμάτινο περίβλημα ή επένδυση· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα μπροστά από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη δύναμη των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. διφθέρα, κατεργασμένα δέρματα).
Greek (Liddell-Scott)
δέρρις: -εως, ἡ, (δέρος) βύρσινον κάλυμμα ἢ ἐπένδυμα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, ὅπως ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 (ἔνθα δέρρεις εἶναι καθόλου δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
Middle Liddell
δέρος
a leather covering: in plural screens of hide, Thuc.: cf. διφθέρα.
Chinese
原文音譯:qr⋯x 特里克士
詞類次數:名詞(15)
原文字根:髮
字義溯源:髮*,(人或牲畜的)毛髮,毛,髮,頭髮;比較(κόμη)=頭髮),而 (κόμη)出自(κομίζω)=供給), (κομίζω)出自(κομάω)Y=照顧*)
同源字:1) (θρίξ / δέρρις)髲 2) (τρίχινος)毛狀的
出現次數:總共(15);太(3);可(1);路(4);約(2);徒(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 頭髮(6) 太5:36; 路7:44; 約11:2; 約12:3; 啓9:8; 啓9:8;
2) 髮(5) 太10:30; 路7:38; 路12:7; 彼前3:3; 啓1:14;
3) 一根髮(2) 路21:18; 徒27:34;
4) 毛(1) 可1:6;
5) 毛的(1) 太3:4
German (Pape)
εως, ἡ, auch δέρις geschrieben, Poll. 2.235 und v.l. bei Thuc., vgl. δέρας, δέρος, δέρμα,
1 Haut, Mel. 22 (XII.33).
2 lederne Decke, Oberkleid, VLL, z.B. γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη Eupol. bei EM.
3 lederne, härene od. leinene Decken auf Kriegsschiffen und bei Belagerungen, die Wirkung der Geschütze zu entkräften, Thuc. 2.75; DS. 20.90 und andere Spätere