Θῆβαι

From LSJ
Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θῆβαι Medium diacritics: Θῆβαι Low diacritics: Θήβαι Capitals: ΘΗΒΑΙ
Transliteration A: Thē̂bai Transliteration B: Thēbai Transliteration C: THivai Beta Code: *qh=bai

English (LSJ)

ῶν, αἱ, Thebes, Θ. Αἰγύπτιαι… αἳ ἑκατόμπυλοί εἰσι Il.9.381: also sg., Θήβης ἑπταπύλοιο (Boeotia) 4.406:—hence Θήβασδε to Thebes, 23.679; Att. Θήβαζε Sch.Il.3.29, al.; Θήβησιν at Thebes, Il. 22.479, Arist.Rh.1398b2, Θήβησι Il.14.114: from the sg., Θήβηθεν from Thebes, Ephipp.15.7; poet. θεωρόδοκ-θε APl.4.185; Boeot. Θείβᾱθεν from Thebes, Ar.Ach.862, also -ᾱθε ( θεωροδόκ-αθι codd.) ib.868:—Adj. Θηβαιεύς, έως, Ion. έος, ὁ, epithet of Zeus, Theban, Hdt.1.182, etc.: Θηβαῖος, α, ον, Theban, Od.10.492, etc.; Θηβαΐας (metri gr.) S.Ant. 1135 (lyr.): Θηβαϊκός, ή, όν, Hdt.2.4, etc.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Thèbes :
1 cité de Béotie;
2 ville de la Haute-Égypte (auj. ruines de Karnak, de Louqsor, de Médinet-Abou et de Gournou).
Étymologie: DELG pas d'étym.

Russian (Dvoretsky)

Θῆβαι: ῶν αἱ, поэт. тж. Θήβη, дор. Θήβα ἡ Фивы
1) столица Верхнего Египта, впоследствии Διόσπολις μεγάλη; у Hom. ἑκατόμπυλοι «стовратные»; см. также Θηβαΐς II Hom., Her. etc.;
2) главный город Беотии, у Hom. ἑπτάπυλος (Θήβη) «семивратные», ἐϋστέφανος «хорошо огражденные», εὐρύχορος и καλλίχοροι «широко раскинувшиеся»; по преданию основаны Кадмом - см. Καδμεία, и укреплены Амфионом и Зетом; разрушены Александром Македонским в 335 г. до н. э. Hom., Hes. etc.;
3) (αἱ Φθιώτιδες), город во Фтиотиде, Фессалия, близ сев. побережья Пагасейского залива; в 217 г. до н. э. разорен Филиппом Македонским, заселен македонцами и переименован в Φιλίππου πόλις или Φιλιππόπολις Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

Θῆβαι: -ῶν, αἱ, ὄνομα πόλεων διαφόρων, ὧν ἐπισημόταται εἶναι αἱ ἐν Αἰγύπτῳ Θῆβαι (ἑκατόμπυλοι), αἱ ἐν Βοιωτίᾳ (ἑπτάπυλοι), καὶ ἄλλη ἐν τῇ Τρωϊκῇ χώρᾳ, ἅπασαι παρ’ Ὁμ., ὅστις μεταχειρίζεται τόν τε ἑνικ. καὶ τὸν πληθυντ. καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν πόλεων· πρβλ. Θήβη. ― Ἐντεῦθεν Θήβασδε, εἰς Θήβας, Ἰλ. Ψ. 679, Ἀττ. Θήβαζε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, κ. ἀλλ.: Θηβαιεύς, έως, Ἰων. έος, ὁ, ἐπίθ. Διός, ὁ Θηβαῖος, Ἡρόδ. 1. 182, κτλ.: Θηβαῖος, α, ον, ἐκ Θηβῶν, Ὅμ., κλ.: Θηβαΐας (χάριν τοῦ μέτρου) Σοφ. Ἀντ. 1135: ― ὡσαύτως Θηβαϊκός, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 4, κτλ. (Ἴσως ἐκ τοῦ θηβὸς (θηπὸς ἐν τοῖς ἀντιγρ.), ή, όν, θαυμάσιος, καὶ θῆβος = θαῦμα, Ἡσύχ.· ὥστεῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ θάμβος, τέθηπα· ὁ Sir G. Wilkinson λέγει ὅτι ἡ ἐν Αἰγύπτῳ πόλις ὠνομάσθη ἐκ τοῦ Ap ἢ Apé (= κεφαλὴ) μετὰ τοῦ θηλ. ἄρθρ. Tap ἢ Tapé.)

English (Autenrieth)

ῶν, and Θήβη: Thebes or Thebē—(1) the city in Boeotia, founded by Cadmus and fortified by Amphīon and Zethus, epithets ἑπτάπυλος, ἐυστέφανος, πολυήρατος.—(2) Egyptian Thebes, on the Nile, called ἑκατόμπυλαι, Ι 3, Od. 4.126.—(3) a city in the Troad, at the foot of Mt. Placus, the residence of king Eetion, Il. 1.366, Il. 6.397.

English (Slater)

(-αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας.)
1 Thebes, where were held games in honour of Herakles and Iolaos. ἐν Θήβαισι (O. 6.16) τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις (O. 7.84) ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν (O. 9.68) ἐν Θήβαις (O. 13.107) ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις (P. 3.91), (P. 8.40), (I. 8.16), Παρθ. 2. 60, fr. 169. 48. ἑπτάπυλοι Θῆβαι (P. 9.80) ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας (P. 11.11) Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις (N. 4.19) ἐς ἑπταπύλους Θήβας (N. 9.18) γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν (N. 10.8) Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos (I. 1.17) ἑπταπύλοις Θήβαισι (I. 1.67) Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν (I. 4.7) Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν (I. 4.53) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (I. 5.32) ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον (e Σ supp. Lobel) Πα. . 1. Θήβαις πάγκοινον τέρας (Pae. 9.9) χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. . λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. Θῆβαι χρυσάρματοι (v. χρυσάρματος) fr. 323. test., Σ, (O. 13.25) c, ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71 & 115.

Greek Monotonic

Θῆβαι: -ῶν, αἱ, η Θήβα (οι Θήβες), όνομα αρκετών πόλεων, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν οι Αιγυπτιακές (ἑκατόμπυλοι) και οι Βοιωτικές (ἑπτάπυλοι), σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: rarely Θήβη sg. (on the numerus variation Schwyzer 638, Schwyzer-Debrunner 43 n. 3) Thebes, place name, esp. the capital of Boeotia and town in Upper Egypt (Il.).
Compounds: As 1. member a. o. in Θηβα-γενής (Hes. Th. 530), -αιγ- (E. Supp. 136; Schwyzer 452).
Derivatives: Θηβαῖος Theban, also as PN (Il.), f. Θηβαΐς, -ίδος f. the territory of Th. (IA), also name of an epic poem (Paus.); Θηβαιεύς, Θηβαϊκός (Hdt.), Θηβάδας (Boeot., Megar.; Fraenkel Nom. ag. 2, 184), Θηβάνας m. name of a north-eastern wind on Lesbos (Arist.); cf. Chantraine Formation 31.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Pre-Greek (Fick ON 78); Kretschmer Glotta 14, 307 compares Sabin. teba hill and Anatolian τάβα = πέτρα (St. Byz. s. Τάβαι); and id. Glotta 32, 182 and 33, 248 n. 4, 251; also Heubeck Gnomon 25, 270.

Middle Liddell


Thebes, the name of several cities, the most famous being the Egyptian (ἑκατόμπυλοἰ, and the Boeotian (ἑπτάπυλοἰ, Hom.

Frisk Etymology German

Θῆβαι: {Thē̃bai}
Grammar: f. pl., selten Θήβη sg. (zum Numeruswechsel Schwyzer 638, Schwyzer-Debrunner 43 A. 3)
Meaning: Theben, Ortsname, insbes. Hauptstadt Böotiens und Stadt in Oberägypten (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied u. a. in Θηβαγενής (Hes. Th. 530), -αιγ- (E. Supp. 136 u. a.; Schwyzer 452).
Derivative: Ableitungen: Θηβαῖος thebanisch, auch als EN (seit Il.), f. Θηβαΐς, -ίδος f. ‘das Gebiet von Th.’ (ion. att.), auch N. eines epischen Gedichts (Paus.); Θηβαιεύς, Θηβαϊκός (Hdt. usw.), Θηβάδας (böot., megar.; Fraenkel Nom. ag. 2, 184), Θηβάνας m. N. eines nord-östlichen Windes auf Lesbos (Arist.); vgl. Chantraine Formation 31.
Etymology: Vorgriechisch (Fick ON 78); Kretschmer Glotta 14, 307 (nach G. Meyer IF 1, 324) vergleicht sabin. teba Hügel und kleinasiat. τάβα = πέτρα (St. Byz. s. Τάβαι); s. noch dens. Glotta 32, 182 und 33, 248 A. 4, 251; außerdem Heubeck Gnomon 25, 270.
Page 1,670