μετασκευάζω
English (LSJ)
A put into another dress (σκευή), change the fashion of, transform, σαυτήν Ar.Ec.499; τὰ ἅρματα εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον X.Cyr. 6.2.8; μετασκευάζω νόμον amend, Din.1.42; put into a fresh shape, τὰς λέξεις D.H.Comp.6. II Med., exchange one's equipment with another, App.Pun.8; μ. εἰς τοὺς ὁπλίτας Jul.Or.2.60a. 2 pack up so as to change one's quarters, τὰ αὑτοῦ παρά τινα X.Eph.5.13: abs., shift oneself, ἐκ… εἰς… Luc.Tox.57, cf. Ach.Tat.3.1. 3 clothe oneself differently, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μ. disguise oneself in... Polyaen.6.49: pf. Pass., πόθεν μετεσκεύασθε; Philostr.Her.Prooem.1.
German (Pape)
[Seite 153] anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ αὑτοῦ παρά τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσι, Polyaen. 6, 49.
French (Bailly abrégé)
transformer;
Moy. μετασκευάζομαι se transporter.
Étymologie: μετά, σκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
μετασκευάζω:
1) переодевать: μ. ἑαυτόν Arph. переодеваться;
2) перестраивать, переделывать (τὰ ἅρματα Xen.);
3) med. перемещаться, передвигаться, переходить (εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μετασκευάζω: μέλλ. -άσω, θέτω ὑπὸ ἄλλο ἔνδυμα (σκευή), μεταβάλλω τὸ ἔνδυμά τινος, ἐνδύω ἀλλέως, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 499· τροποποιῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦτον μετασκευάσαι [τὰ ἅρματα] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 8· μετ. νόμον, τροποποιῆσαι νόμον, παρεισαγαγεῖν τι εἰς αὐτόν, Δείναρχ. 95. 31. ΙΙ. Μέσ., «συμμαζεύω» τὰ πράγματά μου καὶ μεταβαίνω ἀλλαχόσε, μετασκευασάμενος τὸν ὅλον οἶκον Διον. Ἁλ. 4. 6· τά αὑτοῦ παρά τινα Ξεν. Ἐφέσ. 5, 13· ἀπολ., μεταβαίνω, ἀπέρχομαι, ἐκ... εἰς..., Λουκ. Τόξ. ἢ φιλ. 57. 2) ἐνδύομαι διαφόρως, μεταβάλλω τὰ ἐνδύματά μου, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μετασκευασάμενοι, μεταμφιεσθέντες μὲ ἐνδύματα οἰκετῶν, Πολύαιν. 6. 49· οὓτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., πόθεν μετεσκεύασθε; Φιλόστρ. 660.
Greek Monolingual
(Α μετασκευάζω)
μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ
αρχ.
1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι
2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι
i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου
ii) ετοιμάζω τα πράγματά μου για να αναχωρήσω
iii) ντύνομαι με διαφορετικά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. επισκευάζω, κατασκευάζω.
Greek Monotonic
μετασκευάζω: μέλ. -άσω,
I. φορώ διαφορετικό ένδυμα (σκευή), αλλάζω ρυθμό, μορφή, μετασχηματίζω, σε Ξεν.
II. Μέσ., μαζεύω τα πράγματά μου για να αλλάξω κατάλυμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to put into another dress (σκευή), to change the fashion of, transform, Xen.
II. Mid. to pack up so as to shift one's quarters, Luc.