κρίσιμος

From LSJ
Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίσῐμος Medium diacritics: κρίσιμος Low diacritics: κρίσιμος Capitals: ΚΡΙΣΙΜΟΣ
Transliteration A: krísimos Transliteration B: krisimos Transliteration C: krisimos Beta Code: kri/simos

English (LSJ)

[ῐς], ον, (κρίσις) decisive, critical, κ. ἡμέρα the crisis of a disease, Hp.Aph.7.85, al., Arist.Ph.230b5; κ. γὰρ αὕτη γίγνεται (sc. the seventh day) Men.890; also κ. φάεα AP11.382.11 (Agath.); ἐν κρισίμοις Hp.Epid.1.7: Comp. -ώτερος Id.Acut.23. Adv. -μως Id. Epid.l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui sert à juger, décisif, critique ; particul. en parl. de maladie;
2 qui concerne ou amène la crise.
Étymologie: κρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρίσιμος -ον [κρίσις] beslissend, kritiek:. ἐν τῇσι κρισίμοισιν ἡμέρῃσι op de kritieke dagen Hp. Aph. 7.85. passend bij kritieke omstandigheden; Hp.; adv. κρισίμως alarmerend. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κρίσῐμος: (ρῐ) решающий, переломный, критический (ἡμέρα Arst.; φάος Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κρίσιμος, -ίμη, -ον) κρίσις
1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση»)
2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ. «κρίσιμος ἡμέρα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, πέρα από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη θερμοκρασία» β. «κρίσιμο σημείο»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κρίσιμο(ν)
η δικαστική υπόθεση που πρόκειται να κριθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. δίκη
2. δικαστική απόφαση
3. εκδίκηση, τιμωρία
4. βάσανο.
επίρρ...
κρισίμως και -ιμα
με κρίσιμο τρόπο.

Greek Monotonic

κρίσῐμος: [ῐ], -ον (κρίσις), αποφασιστικός, κατηγορηματικός κρίσιμος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κρίσῐμος: ῐ, ον, (κρίσις) ὡς καὶ νῦν, κρίσιμος, κρ. ἡμέρα, ἡ κρίσιμος ἡμέρα νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον σημεῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945.

Middle Liddell

κρῐ́σῐμος, ον κρίσις
decisive, critical, Anth.

German (Pape)

entscheidend, den Ausschlag gebend; bes. ἡμέρα, bei den Medic. der Tag der Krisis in Krankheiten. – Auch = was zu beurteilen, zu entscheiden ist, also unentschieden, streitig, Sp.