χώννυμι
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
later form of χόω, Arr.An.2.18.3, etc.; also χωννύω Plb.1.47.3: impf. ἐχώννυον D.S.14.49, etc.; 3pl. ἐχώννυσαν D.C.66.4:—Pass., inf. χώννυσθαι Plb.4.40.4, etc.; subj. χωννύηται PSI5.486.5 (iii B. C.); ἐχωννύμεθα we were covered with a heap of earth, i. e. had a sepulchral mound raised over us (cf. χόω fin.), AP7.136 (Antip.), 137.
German (Pape)
[Seite 1386] u. χωννύω, fut. χώσω, perf. pass. κέχωσμαι, bei Her. u. Thuc. auch χόω (verwandt mit χέω), schütten, aufschütten; bes. von ausgegrabener u. aufgeschütteter Erde, mit Schutt u. Erde ausfüllen, dämmen, Dämme od. Wälle aufwerfen, χώματα χοῦν, χῶσαι, Her. 1, 162. 4, 71. 9, 85; πρὸς πόλιν Thuc. 2, 75; λιμένας, verschütten, Dem. 25, 84; Aesch. 3, 109; τάφρου μέρος γῇ καὶ ὕλῃ Plut. Crass. 10; durch aufgeworfene Wälle befestigen, verschanzen; pass. durch Schutt ausgefüllt werden, χωσθῆναι Her. 2, 11. 137, u. Sp. – Bes. einen Grabhügel aufschütten, τάφον χώσουσα πορεύσομαι, Soph. Ant. 81. 1189; τύμβον χῶσον Eur. I. T. 702; ὅπως χώσω τάφῳ Or. 1585; ἐπεί μοι τύμβος οὐ χωσθήσεται I. A. 1443; Plat. Legg. XII, 947 e; pass. ἐχωννύμεθα, uns wurde ein Grabhügel aufgeschüttet, Antp. Sid. 66, Ep. ad. 619 (VII, 136. 137). – Χῶσαί τινα λίθοις, Einen mit Steinen überschütten, steinigen, Ar. Ach. 279.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. Act. et f. Pass. 3ᵉ sg. χωσθήσεται;
amonceler de la terre ou du sable : χῶμα ou χώματα ATT faire un terrassement, une jetée ; τάφον SOPH, τύμβον EUR élever une tombe au moyen de terre amoncelée.
Étymologie: χόω.
Russian (Dvoretsky)
χώννῡμι: и χωννύω (fut. χώσω)
1 насыпать, наваливать, возводить (из земли) (τάφον Soph.; τύμβον Eur.; χῶμα Plat.);
2 засыпать, заваливать (λιμένας Dem.; τάφρον γῇ Plut.);
3 погребать, хоронить (τινὰ τάφῳ Eur. и σήματι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χώννῡμι: μεταγεν. τύπος τοῦ χόω, Ἀρρ. Ἀνάβ. Ἀλεξ. 2. 18, 3, κλπ.· ὡσαύτως χωννύω Πολύβ. 1. 47, 3· παρατ.· ἐχώνυον Διόδ. 14. 49, κλπ.· γ΄ πληθ. ἐχώννυσαν Δίων Κάσσ. 66. 4. ― Παθ., ἀπαρ. χώννυσθαι Πολύβ. 4, 40, 4, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 701 κἐξ. 886.
Greek Monolingual
και χωννύω Α
μτγν. τ. του χῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< χώσ-νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση του άχρηστου ενεστ. χόω, -ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ-χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό παράγωγο του χόος/χοῦς (βλ. λ. χέω). Αρχικός τ. του συστήματος του χώννυμι πρέπει να θεωρηθεί ο αόρ. χῶσ-αι (< χοῶσαι, με συναίρεση). Ο αόρ. χῶσαι, ωστόσο, θα μπορούσε να προέλθει από χοῆσαι από αμάρτυρο ενεστ. τ. χοέω, επιτατικό τ. του ρ. χέω με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. σεύομαι: σοFέομαι, βλ. λ. σεύω). Για τη συναίρεση, τέλος, του χοῆσαι > χῶσαι, πρβλ. νοέω: νοῆσαι > νῶσαι].
Greek Monotonic
χώννυμι: -ύω, μεταγεν. τύπος του χόω, σε Πολύβ. κ.λπ.
Middle Liddell
later form of χόω, Polyb., etc.
Frisk Etymology German
χώννυμι: -ύω (Arist., hell. u. sp.),
{khṓnnumi}
Forms: selten προσχοῖ, χοῦσι, χοῦν, χῶν (wie von *χόω; Hdt., Th.), Aor. χῶσαι, -σασθαι, -σθῆναι, Perf. Med. κέχωσμαι (ion. att.), Akt. κέχωκα (D., Arist.), Fut. χώσω (att.),
Grammar: v.
Meaning: aufschütten, aufwerfen, mit Schutt oder Erde ausfüllen.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, προσ-, κατα-, συν-,
Derivative: Davon χῶμα (selten und sp. -σμα) n. Aufschüttung, Schutt, Damm, Wall (ion. att.), -σις f. das Aufschütten, Aufwerfen, Eindämmen (Th., hell. u. sp.), oft von den Präfixkompp., z.B. ἀνάχωμα, ἔγχωσις; χωστρίς (χελώνη) Sturmdach, unter dem die Belagerer Gräben zuschütten (hell. u. sp.).
Etymology: Das obige Formensystem ist auf dem Aorist χῶσαι aufgebaut, der statt des formal schlecht charakterisierten χέαι eintrat und entweder für *χοῶσαι als Denominativ von χόος, χοῦς steht oder aus *χοῆσαι, von *χοέω, kontrahiert wurde (vgl. νῶσαι < νοῆσαι von νοέω und σοῦμαι s. σεύομαι m. Lit.), ebenfalls als Denom. oder als Iterativ-Intensiv von χέω. An χῶσαι schlossen sich die übrigen Formen, zuletzt das Präsens χώννυμι, -ύω. Die Präsensformen -χοῖ, χοῦσι usw. haben sich nie durchgesetzt. Weiteres s. χέω.
Page 2,1125
Mantoulidis Etymological
(=συσσωρεύω χῶμα, παραχώνω). Μεταγεν. τύπος τοῦ χόω. Ἀπό τό χόος -χοῦς τοῦ χέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. α) θέμα χοϝ+ω → χόω-ῶ, β) θέμα χωσ- (μέ ἔκταση τοῦ ο σέ ω) + πρόσφ. νυ + μι = χώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χῶμα, ἀνάχωμα, ἀναχωματικός, χῶσις, (ἀνά, ἐπί, κατά, πρόσ)χωσις, χωστέον, χωστός, πολύχωστος, τυμβόχωστος, χωστρίς (=χελώνα).