ψυχαγωγός
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
όν,
A guider of souls (into Hades), leading departed souls to the nether world, epithet of Hermes, Hsch.
II one who calls forth souls, conjuring up the dead to question them, ψ. γόοι A.Pers.687:—Subst., psychagogue, necromancer, E.Alc.1128, Plu.2.560f; Ψυχαγωγοί, οἱ = Psychagogoi, Necromancers, Ghost-raisers, name of a play by Aeschylus.
III kidnapper, baby-snatcher, Alexandrian word acc. to Phryn.PSp.127 B.
German (Pape)
[Seite 1402] 1) abgeschiedene Seelen leitend, führend, bes. Beiwort des Hermes, der sie in die Unterwelt hinabführt, wie ψυχοπομπός u. νεκροπομπός. – Aber auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer und Bannformeln heraufbeschwörend, Geister beschwörend, ψυχαγωγοῖς ὀρθιάζοντες γόοις Aesch. Pers. 673; auch sie durch Opfer u. vgl. besänftigend, versöhnend, Eur. Alc. 1128. – 2) die Seelen der Lebenden lenkend, an sich ziehend, gewinnend, einnehmend, erfreuend, unterhaltend, auch tröstend, und im schlimmen Sinne, täuschend, Sp. oft. – 3) Seelenverkäuferei treibend, ὁ ψυχαγ., der Seelenverkäufer, wie ἀνδραποδιστής, der Kinder raubt, um sie zu verkaufen. bei den Alexandrinern, Phryn. u. B. A. 73.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui ramène les ombres des Enfers;
2 qui évoque les ombres.
Étymologie: ψυχή, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχαγωγός -όν [ψυχή, ἄγω] de ziel (van de gestorvene) begeleidend ( epithet van Hermes). geesten oproepend:. ψυχαγωγοὶ γόοι weeklachten die de geest oproepen Aeschl. Pers. 687.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχᾰγωγός: II ὁ психагог, чародей, вызывающий души из царства теней Eur., Plut.
вызывающий души усопших (γόοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων εἰς τὸν κάτω κόσμον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς τὸ ψυχοπομπός, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν διὰ μαγικῶν μέσων καὶ ἐρωτῶν αὐτάς, ὁ προκαλῶν τοὺς νεκροὺς εἰς ἐμφάνισιν, ψ. γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 687· ὡς οὐσιαστ., νεκρομάντις, Εὐρ. Ἄλκ. 1128, πρβλ. Πλούτ. 2. 560 F· οἱ ψ., ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., μάλιστα Ἀλεξανδρ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς ψυχὰς ἤτοι ζωὰς τῶν ἀνθρώπων, σωματέμπορος, Κλήμ. Ἀλεξ. 340, Ἀν. Βεκ. 73.
Greek Monolingual
ο / ψυχαγωγός, -όν, ΝΜΑ
(ως προσωνυμία του Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, ψυχοπομπός
μσν.
θελκτικός, ελκυστικός
αρχ.
1. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς
2. αυτός που εξαπατά με απατηλές υποσχέσεις κυρίως μικρά παιδιά, προκειμένου στη συνέχεια να τά πουλήσει για δούλους
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψυχαγωγός
α) μάντης που ανακαλεί με θυσίες, εξορκισμούς και άλλα μαγικά μέσα τις ψυχές τών νεκρών, ο νεκρομάντης
β) αυτός που προσελκύει και εξαπατά τους ζωντανούς
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) (oἱ) Ψυχαγωγοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. δημ-αγωγός].
Greek Monotonic
ψῡχᾰγωγός: -όν,
I. αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, λέγεται για τον Ερμή·
II. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές των νεκρών, αυτός που ανακαλεί τους νεκρούς, που προκαλεί την εμφάνισή τους, σε Αισχύλ.· ως ουσ., ο νεκρομάντης, σε Ευρ.
Middle Liddell
ψῡχ-ᾰγωγός, όν
I. leading souls to the nether world, of Hermes.
II. evoking souls to question them, evoking the dead, Aesch.:—as substantive a necromancer, psychagogue, Eur.
English (Woodhouse)
one who conjures up the dead, summoning the dead
Translations
Aramaic Jewish Babylonian: אוֹבָא; Catalan: nigromàntic, nigromant; Chinese Mandarin: 死灵法师; Czech: nekromant; Dutch: dodenbezweerder; Finnish: nekromantikko; French: nécromancien, nécromancier, nécromant; Galician: nigromante; German: Totenbeschwörer, Totenbeschwörerin, Nekromant, Nekromantin; Greek: νεκρομάντης; Ancient Greek: νεκρόμαντις; Hebrew: מעלה באוב; Icelandic: andasæringamaður, uppvakningamaður; Italian: negromante; Japanese: 黒魔術師, ネクロマンサー; Latin: nigromans; Macedonian: некромант; Polish: nekromanta; Portuguese: necromante; Russian: некрома́нт, некрома́нтка; Slovene: nekromancer, nekromant; Spanish: necromante, nigromante; Swedish: nekromant