δύσχρηστος

From LSJ
Revision as of 17:50, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχρηστος Medium diacritics: δύσχρηστος Low diacritics: δύσχρηστος Capitals: ΔΥΣΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: dýschrēstos Transliteration B: dyschrēstos Transliteration C: dyschristos Beta Code: du/sxrhstos

English (LSJ)

ον, (χράομαι) hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος ἐξουσία = hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα = inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. δυσχρήστως διακεῖσθαι = be in difficulties, be in an embarrassing situation, lack an escape route, be in distress, be unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de usar ἡ ἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers. (ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστιν LXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.Aph.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21
neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.Alex.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, (ἀσπίς) δ. ἐν [ὕδασιν Sch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.
II adv. δυσχρήστως
1 con molestia, incómodamente δ. ... ζυ] γομαχῶν τοῦτον Men.Dysc.249
con dificultad δ. ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δ. Posidonius 1.
2 de manera inservible νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. χρησίμως Str.17.2.4.

German (Pape)

[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; en parl. de choses dont l'usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar.

Russian (Dvoretsky)

δύσχρηστος:
1 негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный (στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.);
2 непокорный, норовистый (ἵππος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός του οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.

Greek Monotonic

δύσχρηστος: -ον (χράομαι), δύσκολος στη χρήση, σχεδόν άχρηστος, ανώφελος, σε Ξεν.· απείθαρχος, ανυπάκουος, στον ίδ.· επίρρ. -τως ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολία, ενόχληση, δυσφορία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολοςχρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.

Middle Liddell

δύσ-χρηστος, ον χράομαι
hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.