κράδη

From LSJ
Revision as of 10:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράδη Medium diacritics: κράδη Low diacritics: κράδη Capitals: ΚΡΑΔΗ
Transliteration A: krádē Transliteration B: kradē Transliteration C: kradi Beta Code: kra/dh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,
A quivering spray at the end of a branch, especially of fig trees, ἐν κράδῃ ἀκροτάτῃ Hes.Op.681, cf. Thphr.CP5.1.3, Nic.Th. 853; τέττιγες… ἐπὶ τῶν κραδῶν ἄδουσιν Ar.Av.40: generally, branch, esp. fig branch, Hp.Superf.33, Thphr.HP2.1.2; κ. ἐριναῖ E.Fr.679; κ. τῶν συκῶν PSI5.449.6 (pl., iii B. C.); κράδῃσι βάλλεσθαι, of the φαρμακός, Hippon.4, cf. 8; κράδης ὀπός = fig juice, Hp.Ulc.12.
2 fig tree, Ar.Pax627, v. Sch.
II diseased formation of small shoots in trees, Thphr.HP1.8.5.
III scenic contrivance for exhibiting actors in Comedy hovering in the air, like the μηχανή in tragedy, Poll.4.128.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 extrémité d'une branche d'arbre qui s'agite;
2 particul. branche de figuier ; figuier.
Étymologie: R. Κραδ ; cf. κραδαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράδη -ης, ἡ uiteinde van een tak (meestal v. e. vijgenboom); meton. vijg.

Russian (Dvoretsky)

κράδη: (ᾰ) ἡ
1 ветка фигового дерева Hes., Eur., Arph.;
2 фиговое дерево, смоковница Arph.

Greek Monolingual

κράδη, ἡ (Α)
1. το ανώτατο άκρο του κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν ᾄδουσιν», Αριστοφ.)
2. κλαδί, ιδίως συκιάς («προσπηγνύναι κράδαις ἐριναῑς», Ευρ.)
3. η συκιά
4. ερυσίβη που μαυρίζει τα κλαδιά τών δένδρων
5. σκηνικό μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου με το οποίο εμφανίζονταν οι υποκριτές αιωρούμενοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δεν είναι σαφές αν το κράδη αποτελεί μεταρρηματικό (αντίστροφο) παρ. του κραδῶ (Ι) «σείω» ή αν το τελευταίο είναι μετονοματικό παρ. του κράδη. Αμφότερα συνδέονται πιθ. με το κόρδαξ (είδος άσεμνου χορού) και το λατ. cardo «στρόφιγξ», οπότε θα αναχθούν σε παρεκτεταμένο τ. kre-d της ΙΕ ρίζας (s)ker-/(s)kre- «πηδώ, στριφογυρίζω», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. κέρδω.
ΠΑΡ. αρχ. κράδαλος, κραδαλός, κραδησίτης, κραδίας, κραδώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. αρχ. κραδοπώλης, κραδοφάγος.

Greek Monotonic

κράδη: [ᾰ], ἡ, τα ακρότατα σημεία των κλαδιών που κουνιούνται, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· γενικά, συκιά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κράδη: ᾰ, ἡ, τὰ διασειόμενα ἀκρότατα μέρη τῶν κλάδων, κυρίως τῶν συκῶν, ἐν κράδῃ ἀκροτάτῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 679· τέττιγες... ἐπὶ κραδῶν ᾄδουσιν Ἀριστοφ. Ὄρν. 40· προσέτι ἁπλῶς κλάδος ἢ κλὼν συκῆς, Ἱππ. 266. 7, Εὐρ. Ἀποσπ. 680, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 4· ― καθόλου, συκῆ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 627, ἔνθα ἴδε Σχόλ. ΙΙ. εἶδος ἐρυσίβης τῶν δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5· ἴδε κράδος. ΙΙΙ. σκηνικόν τι μηχάνημα δι’ οὗ οἱ ὑποκριταὶ ἐν τῇ κωμῳδίᾳ παρίσταντο ὡς αἰωρούμενοι εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἡ μηχανὴ ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, Πολυδ. Δϳ, 129.

Middle Liddell

κρᾰ́δη, ἡ,
the quivering spray at the end of a branch, Hes., Ar.:—generally, a fig-tree, Ar.

German (Pape)

ἡ,
1 die Spitzen der Baumzweige, welche sich im Winde leicht bewegen (κραδάω); ἐν κράδῃ ἀκροτάτῃ Hes. O. 683; Ar. Av. 39; bes. Feigenzweig, Theophr. und A.; der Feigenbaum selbst wird so genannt, Ar. Pax 610, Nic. Th. 853.
2 eine Schwungmaschine auf dem Theater, die Schauspieler in der Luft schwebend zu erhalten, in der Komödie dasselbe, was μηχανή in der Tragödie, Poll. 4.129. – Auch = κράδος.