ἀϊδρείη
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἀϊδρηΐη [ῑη], ἡ, want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in plural, Od.10.231, 11.272.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀϊδρείη -ης, ἡ, Lesb. ἀϊδρεΐα ἄϊδρις onwetendheid, onnozelheid.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.
Greek Monotonic
ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.
English (Autenrieth)
ignorance; ἀιδρείῃσι νόοιο, i. e. ‘unwittingly,’ Od. 11.262.
Middle Liddell
[from ἄιδρις]
want of knowledge, ignorance, Od., Hdt.
German (Pape)
ion. ἀϊδρηΐη, ἡ, Unwissenheit, Hom. Od. 12.41 ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ; ἀϊδρείῃσιν ἕποντο 10.231, 257, ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο 11.272; v.l. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ für οὐδέ τι ἰδρείῃ Il. 7.198; – ῥέζουσιν ἀϊδρείῃσι νόοιο Hes. O. 685; – Her. 6.69.