ὑπτίασμα

From LSJ
Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτίασμα Medium diacritics: ὑπτίασμα Low diacritics: υπτίασμα Capitals: ΥΠΤΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hyptíasma Transliteration B: hyptiasma Transliteration C: yptiasma Beta Code: u(pti/asma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπτίασμα: ατος τό опрокинутость: ὑ. κειμένου πατρός Aesch. лежащее навзничь тело отца; ὑπτιάσμασιν χερῶν Aesch. с закинутыми (в знак мольбы) руками.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὑπτίασμα: -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια θέση, ξαπλωμένο ανάσκελα, ὑπτιάσματα χερῶν, ικεσία που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· ὑπτίασμα κειμένου πατρός, το σώμα του πατέρα του καθώς βρίσκεται σε ύπτια θέση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπτίασμα, ατος, τό, [from ὑπτιάζω
that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν supplication with hands upstretched, Lat. supinis manibus, Aesch.; ὑπτίασμα κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Aesch.

German (Pape)

τό, das Zurückgebeugte; – ὑπτιάσματα χερῶν, das Flehen mit emporgestreckten und gegen die Brust zurückgebogenen Armen, Aesch. Prom. 1007; aber ὑπτίασμα κειμένου πατρός, das Hinstrecken, der Sturz, Ag. 1258; – das Vernachlässigte.