ὑπέρκοπος

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρκοπος Medium diacritics: ὑπέρκοπος Low diacritics: υπέρκοπος Capitals: ΥΠΕΡΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hypérkopos Transliteration B: hyperkopos Transliteration C: yperkopos Beta Code: u(pe/rkopos

English (LSJ)

ον: (κόπτω, cf. παράκοπος):—
A overstepping all bounds, extravagant, arrogant, δόρν A.th.455 (lyr.); ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος S.Aj.127. Adv. ὑπερκόπως = extravagantly, excessively, οἱ δ' ὑ. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch.136; and Grotius' cj. ὑπερκόπως (for ὑπερκότως) is generally received in Id.Ag. 468 (lyr.), τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ.—Since ὑπέρκοπος is required by the metre in the above passages, whilst in those cited under foreg. (exc. Men. l. c.) either ὑπέρκομπος or ὑπέρκοπος might stand, Blomf. proposed to read ὑπέρκοπος everywhere in Trag.
II overtired, worn out, ὑ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Arist.Mir.831a9, cf. Poll.5.84.

German (Pape)

[Seite 1198] eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermüthig, zügellos, δόρυ Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς θεοὺς ἔπος Soph. Ai. 127. übermüde, ganz entkräftet (?).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dépasse le but ; ou pê trop tranchant, d'où orgueilleux, arrogant, présomptueux.
Étymologie: ὑπέρ, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρκοπος:
1 дерзновенный, высокомерный (δόρυ Aesch.; ἔπος Soph.);
2 обессиленный, ослабевший (ὑπὸ τοῦ φαρμάκου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρκοπος: -ον, (√ΚΟΠ, κόπτω, πρβλ. παράκοπος), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν ὅριον, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζονικός, ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath διόρθωσις τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο καθόλου δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται ἐνταῦθα καὶ ἐν λέξ. ὑπέρκομπος, ἑκατέρα λέξις κάλλιστα ἁρμόττει· ἐπειδὴ ὅμως ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ μέτρον ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ ὑπέρκοπος, ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. ὑπέρκομπος (πλὴν τοῦ αὐτόθι χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ ὑπέρκομπος, ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται ὑπέρκοπος ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, κατάκοπος, ὑπ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 84.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο
2. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός
3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος.
επίρρ...
ὑπερκόπως Α
με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. παρά-κοπος].

Greek Monotonic

ὑπέρκοπος: -ον (κόπτω), αυτός που υπερβαίνει κάθε όριο, επιδεικτικός, αλαζονικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. -πως, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπέρ-κοπος, ον, κόπτω
overstepping all bounds, extravagant, arrogant, Aesch., Soph.:—adv. -πως, excessively, Aesch.

English (Woodhouse)

boastful, haughty, proud, high sounding, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)