ῥυθμικός

From LSJ
Revision as of 19:07, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

German (Pape)

[Seite 850] nach dem Zeitmaaß, Ebenmaaß gemacht, geordnet, taktmäßig, rhythmisch, κίνησις Plat. Polit. 307 a, u. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le rythme;
2 qui se conforme au rythme : ῥυθμικὸς ἀνήρ PLUT homme habile à rythmer.
Étymologie: ῥυθμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥυθμικός:
1 ритмичный, размеренный, мерный (κίνησις Plat.; ποικιλία Plut.);
2 одаренный чувством ритма (ἀνήρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥυθμικός: -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, κίνησις Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, αὐτόθι 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. λέξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ ῥυθμικός, ὁ τῆς ῥυθμικῆς, ἔμπειρος, αὐτόθι 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥυθμικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥυθμός
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό
2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία»
«ῥυθμική λέξις», Διον. Αλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο ρυθμικός
(για πρόσ.) ο έμπειρος γνώστης τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών
4. το θηλ. ως ουσ. η ρυθμική
η μελέτη τών ρυθμών στη μουσική, στην ποίηση, στη ρητορική και στη γυμναστική
5. φρ. «ρυθμική αγωγή»
μουσ. η ταχύτητα εκτέλεσης του ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων τάχος ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τονική στιχουργία σε αντιδιαστολή προς την προσωδιακή
2. φρ. α) «ρυθμική γυμναστική» — σύστημα έκφρασης όλων τών παραμέτρων της μουσικής, όπως είναι η μελωδία, ο ρυθμός, η δυναμική, η αρμονία, η ενορχήστρωση, ο όγκος, η πυκνότητα, η άρθρωση, η δομή της μορφής, το ύφος και η τεχνοτροπία, μέσω του ανθρώπινου σώματος
β) «ρυθμικός πεζός λόγος»
λογοτ. μορφή πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει ρυθμός, δηλαδή συγκεκριμένη τάξη τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική αξία, ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, ιδιαίτερη ένταση ή σημασία, αλλ. ρυθμική πεζογραφία.
επίρρ...
ρυθμικώς / ῥυθμικῶς ΝΜΑ, και ρυθμικά Ν
με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό.