θεωρητός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν, A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος 11.1), Hp.Aph.2.24. 2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.
German (Pape)
[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut observer, visible;
2 qu'on peut contempler, observer par l'intelligence.
Étymologie: θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
θεωρητός:
1 наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2 доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.
Greek Monolingual
θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.