ἐπίστιον

From LSJ
Revision as of 19:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιον Medium diacritics: ἐπίστιον Low diacritics: επίστιον Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΝ
Transliteration A: epístion Transliteration B: epistion Transliteration C: epistion Beta Code: e)pi/stion

English (LSJ)

τό, A slip or shed for a ship, νῆες . . εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ Od.6.265. (Expld. by Aristarch.(ap.Sch.Il.2.125 ἐπ' ἴστιόν . . ὡσεὶ κατάλυμα παρὰ τῇ νηΐ) as Ion. for ἐφέστιον, cf. sq.; but elsewhere Hom. always uses the form ἐφέστιος; Sch. has ἐποίκιον, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον.)

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.
Étymologie: DELG sans doute de ἐπί, ἵστημι.
2ου (τό) :
v. ἐπίστιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιον:
I τό стоянка или навес для корабля (вытащенного на берег) Hom.
II τό семья, дом Her. (ср. ἐφέστιος).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιον: τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, νῆες... εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, ἔνθαἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: ἕκαστος ἔχει ἴδιον ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον (ὅπερ ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως εἶναι ἐπίστιον· ἴδε ἐν λέξει ἐφέστιος)· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρος ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐφέστιος· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ εἶναι: «ἐπίστιον, ἐποίκιον, σκηνή, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον».

English (Autenrieth)

dock-yard or boat-house, a place for keeping ships, Od. 6.365†.

Greek Monotonic

ἐπίστιον: τό, στην Ομήρ. Οδ., υπόστεγο μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα πλοίο, ναυπηγείο, καρνάγιο, (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: staple-town, slip or shed for a ship (ζ 265).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Term of the shipbuilding, by Aristarch explained as κατάλυμα and as Ion. identified with ἐφέστιος, -ον; acc. to the sch. on the place from ἱστίον. Schwyzer 425 suspects (like Risch 107) suffixal enlargement of a root noun *ἐπι-στα (cf. OP upa-stā help). - Unclear is πίνουσα την ἐπίστιον Anacr. 90, 4; it concerns the joking indication of a drink.

Middle Liddell

ἐπίστιον, ου, τό,
in Od. means a shed in which a ship is laid up. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἐπίστιον: {epístion}
Grammar: n.
Meaning: Stapelplatz, Schiffgestell (ζ 265).
Etymology: Ausdruck des Schiffsbaus, von Aristarch als κατάλυμα erklärt und als ion. mit ἐφέστιος, -ον identifiziert; nach den Sch. z. St. von ἱστίον. Schwyzer 425 vermutet (wie Risch 107) suffixale Erweiterung eines Wurzelnomens *ἐπιστα (vgl. apers. upa-stā Hilfe). — Unklar ist πίνουσα τὴν ἐπίστιον Anakr. 90, 4; es handelt sich offenbar um eine scherzhafte Benennung eines Tranks.
Page 1,543