ὀλοφώϊος

Revision as of 07:41, 28 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, Ep. Adj. destructive, deadly, Hom. only in Od. and in neut. pl., ὀ. δήνεα pernicious arts or plots, 10.289; ὀλοφώϊα εἰδώς versed in pernicious arts, 4.460, 17.248; πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος ib.410; in later Ep., λύκων ὀ. ἔρνος Theoc.25.185; ὀλοφώϊος ἰός Nic. Th.327. (The notion of destruction, necessary in Theoc. and Nic. ll. cc., and assumed by Hsch., is perhaps not certain in Hom., where ὀλοφώϊος may mean simply deceptive, tricky : perhaps akin to ἐλεφαίρομαι.)

German (Pape)

[Seite 328] (ὄλλυμι, schwerlich mit φώς, menschenverderbend, zusammengesetzt, wie es die Alten erkl.), verderblich, Verderben und Tod bringend; ὀλοφώϊα δήνεα Κίρκης, Od. 10, 289, wie ohne den Zusatz, πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος, 4, 410, die verderblichen Künste und Ränke; ὀλοφώϊα εἰδώς, vom Proteus, 4, 460, sich auf verderbliche Dinge verstehend, wie 17, 248; einzeln bei sp. D., wie Nic. Ther. 2; λύκων ὀλοφώϊον ἔρνος Theocr. 25, 185.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ὀλοός, φώς.

Greek Monolingual

ὀλοφώϊος, -ον (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» — έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. της λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ. ὄλλυμι, άποψη όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η χρησιμοποίηση της λ. σε χωρία του ομηρικού κειμένου με σημ. «πανούργος, πονηρός» επέτρεψε τη σύνδεση της με το ρ. ἐλεφ-αίρομαι «εξαπατώ». Τέλος, η κατάλ. -ώϊος υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -ως ή -ω, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. ὀλοφώϊος (πρβλ. ηρώιος: ήρως, μητρώιος: μήτρως, λεχώιος: λεχώ), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. ολώιος)].

Greek Monotonic

ὀλοφώϊος: -ον, Επικ. επίθ., καταστροφικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια εἰδώς, έμπειρος σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √ΟΛ, του ὄλλυμι· η κατάληξη -φώιος δεν έχει ερμηνευθεί).

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφώϊος: зловредный, коварный (δήνεα Hom.; λύκων ἔθνος Theocr.): ὀλοφώϊα εἰδώς Hom. опытный в коварстве.