ἐργολαβέω

From LSJ
Revision as of 17:07, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργολαβέω Medium diacritics: ἐργολαβέω Low diacritics: εργολαβέω Capitals: ΕΡΓΟΛΑΒΕΩ
Transliteration A: ergolabéō Transliteration B: ergolabeō Transliteration C: ergolaveo Beta Code: e)rgolabe/w

English (LSJ)

A contract for the execution of work, opp. ἐργοδοτέω, CIG3467.24 (Sardes) (also in Med., Polyaen.6.51): c. acc., ἐ. ἀνδριάντας X.Mem.3.1.2, cf. Philoch.97; τὸ ἱερὸν ἢ δαμόσιον ἔργον SIG2940.7 (Cos, i B. C.); τὸ ἰατρικὸν ἔργον BCH25.235 (Amphissa); τὸ μακρὸν τεῖχος Plu.Per.13: c. inf., SIG2588.220 (Delos, ii B.C.), IG12(8).640.6 (Peparethus, ii B.C.). II make profit out of, τὰ ἰατρικά Phld.Rh.1.329S.; so of Sophists, ἐ. τὰ μειράκια Alciphr.3.55: so abs., freq. in Oratt., σοφιστὴς ἐργολαβῶν Aeschin.2.112, cf. D.22.49; ἔν τινι in a matter, Aeschin.3.33; τινι for one, D.25.47; ἐπί τινα or κατά τινος against one, Aeschin.1.173, D.Ep.3.34.

German (Pape)

[Seite 1020] eine Arbeit für einen bedungenen Lohn übernehmen, ἀνδριάντας Xen. Mem. 3, 1, 2; τεῖ. χος Plut. Pericl. 13; bes. des Gewinnes wegen, vgl. Dem. 24, 161, δι' ὧν ἠργολάβει, 25, 47; τινὶ ἐφ' ὑμᾶς, Aesch. 1, 173; dah. οἱ τὰ μειράκια ἐργολαβοῦντες, von den Lehrern der Philosophie, Alciphr. 3, 55; übh. seinen Gewinn suchen, bes. durch schlechte Künste, σοφιστοῦ ἐργολαβοῦντος τὰ τοιαῦτα νομίζων ἐγκώμια εἶναι Aesch. 2, 112; ἐν τοῖς κηρύγμασι 3, 33. Bei Sp., wie D. Cass., = pachten. – Das med. hat Polyaen. 6, 51.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 entreprendre à forfait;
2 chercher un gain dans une entreprise ; spéculer, trafiquer.
Étymologie: ἐργολάβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐργολᾰβέω:
1 брать на себя по заказу, обязываться изготовить (ἀνδριάντας Xen.; τὸ μακρὸν τεῖχος Plut.);
2 работать из-за денег, гоняться за наживой (σοφιστὴς ἐργολαβῶν Aeschin.): ἐ. ἐπί τινα Aeschin. или κατά τινος Dem. действовать за плату (т. е. быть подкупленным) против кого-л.; ἐ. τινι Dem. за плату служить кому-л.; ἐ. ἔν τινι Aeschin. извлекать выгоду из чего-л., наживаться на чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργολᾰβέω: ἀναλαμβάνω τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐργοδοτέω, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν τεῖχος Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, ἐναντίον τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51.

Greek Monotonic

ἐργολᾰβέω: μέλ. -ήσω, αναλαμβάνω εκτέλεση ενός έργου με αμοιβή, ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, σε Ξεν.· απόλ., εργάζομαι με αμοιβή, επιδιώκω χρηματική ωφέλεια, κερδοσκοπώ, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐργολᾰβέω,
to contract for the execution of work, ἐργ. ἀνδριάντας, Lat. statuas conducere faciendas, Xen.:—absol. to work for hire, ply a trade, Dem.