κρότημα

From LSJ
Revision as of 17:05, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότημα Medium diacritics: κρότημα Low diacritics: κρότημα Capitals: ΚΡΟΤΗΜΑ
Transliteration A: krótēma Transliteration B: krotēma Transliteration C: krotima Beta Code: kro/thma

English (LSJ)

ατος, τό, work wrought with the hammer: metaph., of Odysseus, 'piece of mischief', S.Fr.913, E.Rh.499.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 travail fait au marteau LSJ;
2 parole bruyante ; charlatan, fourbe.
Étymologie: κροτέω.

German (Pape)

τό, das Klatschen, = κρότος, Sp. – Übtr. von Menschen, wie κρόταλον, ein Zungendrescher, od. ein listiger, durchtriebener Mensch; so heißt Odysseus Eur. Rhes. 498 αἱμυλώτατον κρότημα; vgl. Soph. frg. 784 beim Schol. Theocr. 15.49.

Russian (Dvoretsky)

κρότημα: ατος τό трещотка, перен. неугомонный болтун Eur.

Greek (Liddell-Scott)

κρότημα: τό, ἔργον γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, πανοῦργος, «διαβολεμένος», (πρβλ. κροτέω ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον κρότημα Λαέρτου γόνος Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κρότημα· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται».

Greek Monolingual

το (Α κρότημα) κροτώ
νεοελλ.
χτύπημα, κρούση, κρότηση
αρχ.
1. το έργο που γίνεται με σφυρηλάτηση
2. (για τον Οδυσσέα) πανούργος («τὸ πάνσοφον κρότημα, Λαέρτου γόνος», Σχόλ. Θεόκρ.).

Greek Monotonic

κρότημα: -ατος, τό, έργο που έχει γίνει με σφυρηλάτηση, δουλεμένο κάτι με το σφυρί· μεταφ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σκληραγωγημένος, πανούργος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρότημα, ατος, τό,
work wrought by the hammer:— metaph. of Ulysses, a hardened knave, Eur.