ἐπιφώσκω

From LSJ
Revision as of 12:17, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφώσκω Medium diacritics: ἐπιφώσκω Low diacritics: επιφώσκω Capitals: ΕΠΙΦΩΣΚΩ
Transliteration A: epiphṓskō Transliteration B: epiphōskō Transliteration C: epifosko Beta Code: e)pifw/skw

English (LSJ)

=ἐπιφαύσκω, grow towards daylight, dawn, Ev.Matt. 28.1, Ev.Luc.23.54, PL

German (Pape)

[Seite 1002] = ἐπιφαύσκω, aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T.

French (Bailly abrégé)

1 commencer à luire;
2 faire briller.
Étymologie: ἐπί, φώς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφώσκω: (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφώσκω: ὡς τὸ ἐπιφαύσκω, προβαίνω πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), φέγγος Ποιητ. Βοταν. 25.

English (Strong)

a form of ἐπιφαύω; to begin to grow light: begin to dawn, X draw on.

English (Thayer)

(imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): εἰς, εἰς, A. II:1.

Greek Monolingual

ἐπιφώσκω (Α)
1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμασάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ)
2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω.

Greek Monotonic

ἐπιφώσκω: (φάος, φῶς), οδεύω προς την αυγή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φάος, φῶς]
to draw towards dawn, NTest.

Chinese

原文音譯:™pfèskw 誒披-賀士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-光
字義溯源:露出曙光,天快亮,快到,突然發出,拉近,放光;源自(ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)=光照);而 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)出自(ἐπιφαίνω)=照耀),由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=顯示)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 快到了(1) 路23:54;
2) 天快亮(1) 太28:1