μετακλίνω

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακλίνω Medium diacritics: μετακλίνω Low diacritics: μετακλίνω Capitals: ΜΕΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metaklínō Transliteration B: metaklinō Transliteration C: metaklino Beta Code: metakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A shift to the other side, ψυχή, μετάκλινε σεαυτήν Ph. 1.268; τινὰς ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν ib.465:—Pass., πολέμοιο μετακλινθέντος Il.11.509; change about, Aret.SD2.1; vary in direction, of muscles, Gal.2.278. II intr., shift, move, Ph.1.299 (s.v.l.); lean, ἐς τὰ δεξιά Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 148] anderswohin beugen, umbiegen, pass., πολέμοιο μετακλινθέντος, wenn der Kampf sich anderswohin, auf die andere Seite wendete, Il. 11, 509.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. part. μετακλινθείς;
courber dans un autre sens ; Pass. se tourner autrement, prendre une tournure différente.
Étymologie: μετά, κλίνω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the tide of battle turn the other way, Il. 11.509†.

Greek Monolingual

μετακλίνω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά
2. μέσ. μετακλίνομαι
α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι
β) μεταβάλλομαι
γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].