συγκατάθεσις

From LSJ
Revision as of 11:10, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάθεσις Medium diacritics: συγκατάθεσις Low diacritics: συγκατάθεσις Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: synkatáthesis Transliteration B: synkatathesis Transliteration C: sygkatathesis Beta Code: sugkata/qesis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A approval, assent, Plb.2.58.11, Phld.Rh.1.210 S., Andronic.Rhod.p.577 M., OGI 484.32 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἀντίφασις, Diog.Oen.18 (pl.); agreement, concord, 2 Ep.Cor.6.16; in legal sense, BGU194.11 (ii A.D.), etc.; flattering assent, Plu.Ant.24.
2 in Stoic philos., assent given by the mind to its perceptions, Zeno Stoic.1.39, al., cf. Plot.1.8.14, etc.; a term introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40: cf. συγκατατίθημι.
3 Gramm., affirmative, A.D. Conj.226.17, D.T.642.5; αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν σ. ποιοῦσι Sch.S.OT 1053.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Zustimmung, Beifall; καὶ ἔπαινος συνεξακολουθεῖ τοῖς πράττουσιν, Pol. 2, 58, 11; ἐπαίνου καὶ συγκαταθέσεως τυγχάνειν, 22, 9, 16, u. öfter; S. Emp. oft, wie Plut. de Stoic. repugn. a. E.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 assentiment, approbation ; t. stoïc. accord de l'esprit avec les perceptions;
2 soumission.
Étymologie: σύν, κατατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατάθεσις -εως, ἡ [συγκατατίθημι] overeenstemming, overeenkomst. instemming. Plut. Ant. 24.12.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάθεσις: εως ἡ
1 согласие, одобрение (ἔπαινος καὶ σ. Polyb.);
2 подчинение, уступка (ὕφεσις καὶ σ. Plut.);
3 совместное существование (τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT);
4 филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.

English (Strong)

from συγκατατίθεμαι; a deposition (of sentiment) in company with, i.e. (figuratively) accord with: agreement.

English (Thayer)

(T WH συνκαταθεσις (cf. σύν, II. at the end)), συγκαταθεσεως, ἡ (συγκατατίθημι, which see), properly, a putting together or joint deposit (of votes); hence, approval, assent, agreement, (Cicero, acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): Polybius, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

συγκατάθεσις: ἡ (συγκατατίθημι),
I. επιδοκιμασία, συμφωνία, ομοφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, αποδοχή, σε Καινή Διαθήκη
II. υποταγή, αποδοχή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάθεσις: ἡ, ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - συμφωνία, πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. συγκατατίθημι. ΙΙ. ὑποταγή, Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, οἷον ναι, ναίχι, Διονύσ. Θρᾷξ 642, 5.

Middle Liddell

συγκατάθεσις, εως, συγκατατίθημι
I. approval, agreement, concord, NTest.
II. submission, Plut.

Chinese

原文音譯:sugkat£qesij 尋格-卡他-帖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-下-安放
字義溯源:同意,贊成,相同;源自(συγκατατίθημι)=附和),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κατατίθημι)=安放)組成,而 (κατατίθημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 相同(1) 林後6:16