ἐπιφώσκω

From LSJ
Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφώσκω Medium diacritics: ἐπιφώσκω Low diacritics: επιφώσκω Capitals: ΕΠΙΦΩΣΚΩ
Transliteration A: epiphṓskō Transliteration B: epiphōskō Transliteration C: epifosko Beta Code: e)pifw/skw

English (LSJ)

=ἐπιφαύσκω, grow towards daylight, dawn, Ev.Matt. 28.1, Ev.Luc.23.54, PL

German (Pape)

[Seite 1002] = ἐπιφαύσκω, aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T.

French (Bailly abrégé)

1 commencer à luire;
2 faire briller.
Étymologie: ἐπί, φώς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφώσκω: (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφώσκω: ὡς τὸ ἐπιφαύσκω, προβαίνω πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), φέγγος Ποιητ. Βοταν. 25.

English (Strong)

a form of ἐπιφαύω; to begin to grow light: begin to dawn, X draw on.

English (Thayer)

(imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): εἰς, εἰς, A. II:1.

Greek Monolingual

ἐπιφώσκω (Α)
1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμασάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ)
2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω.

Greek Monotonic

ἐπιφώσκω: (φάος, φῶς), οδεύω προς την αυγή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φάος, φῶς]
to draw towards dawn, NTest.

Chinese

原文音譯:™pfèskw 誒披-賀士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-光
字義溯源:露出曙光,天快亮,快到,突然發出,拉近,放光;源自(ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)=光照);而 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)出自(ἐπιφαίνω)=照耀),由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=顯示)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 快到了(1) 路23:54;
2) 天快亮(1) 太28:1