ἐπισκηνόω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
to be quartered in, ταῖς οἰκίαις Plb.4.72.1; ἐπὶ τὰς οἰκίας ib.18.8: metaph., dwell upon, ἡ δύναμις ἐ. ἐπί τινα 2 Ep.Cor.12.9.
German (Pape)
[Seite 978] in ein Zelt, ins Quartier gehen, einkehren, ταῖς οἰκίαις Pol. 4, 72, 1, ἐπὶ τὰς οἰκίας 4, 18, 8, wie ἐπί τινα, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 prendre ses quartiers, se cantonner dans;
2 poser sa tente sur, résider;
3 faire des préparatifs ; se préparer.
Étymologie: ἐπί, σκηνόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκηνόω:
1 быть расквартированным, жить (ταῖς οἰκίαις и ἐπὶ τὰς οἰκίας Polyb.);
2 перен. обитать, находиться (ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκηνόω: καταλύω, ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες αὐτόθι 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9.
English (Strong)
from ἐπί and σκηνόω; to tent upon, i.e. (figuratively) abide with: rest upon.
English (Thayer)
ἐπισκήνω: 1st aorist ἐπεσκηνωσα; to fix a tent or habitation on: ἐπί τάς οἰκίας, to take possession of and live in the houses (of the citizens), Polybius 4,18, 8; ταῖς οἰκίαις, 4,72, 1; tropically, ἐπί τινα, of the power of Christ descending upon one, working within him and giving him help (A. V. rest upon), 2 Corinthians 12:9.
Greek Monotonic
ἐπισκηνόω: μέλ. -ώσω, καταλύω σε τόπο· μεταφ., μένω, διαμένω, κατοικώ εντός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to be quartered in a place: metaph. to dwell upon, NTest.
Chinese
原文音譯:™piskhnÒw 誒披-士咳挪哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-帳棚 相當於: (שָׁכַן)
字義溯源:搭棚於其上,覆庇;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自 (σκῆνος)=茅舍, (σκῆνος)出自 (σκηνή)=帳棚,而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具,容器),或出自(σκιά)*=蔭,影子)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 覆庇(1) 林後12:9