βράγχιον
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
τό,
A fin, dub. in Arion 1.4 (βράγχιοι codd. Ael.).
II in plural, gills of fishes, Arist.HA589b19, PA696b1, Theoc.11.54 (sg., Ael.NA16.12).
III = βρόγχιον, βρόγχος, dub.l. in Arist.Spir.483a22, cf. HA603a32.
IV hull of a ship, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βαράγχιον Hdn.Gr.2.481; βαράχνιον Hsch., cf. tb. βρόγχια
I de anim. acuáticos
1 aleta de delfines βραγχίοις ... πλωτοὶ θῆρες Lyr.Adesp.21.4.
2 gener. plu. agallas, branquias ἴδιον δ' ἔχει τὸ τῶν ἰχθύων γένος ... τὴν τῶν βραγχίων φύσιν Arist.PA 696b1, cf. 3, HA 589b19, Gal.5.199, ὤμοι, ὅτ' οὐκ ἔτεκέν μ' ἁ μάτηρ βράγχι' ἔχοντα ¡ay de mí, que no me parió mi madre con branquias! Theoc.11.54, dif. de los opérculos, Arist.PA 696b3, dif. de πλεύμων Arist.Iuu.471b28, βράγχια μικρά de las anguilas, Arist.HA 592a6, cf. Str.17.3.4, no existente en los cetáceos, Arist.PA 697a16, pero cf. Ael.NA 16.12.
II de anim. terrestres bronquios del cerdo, Arist.HA 603a32, cf. Spir.483a22 (var.), del hombre, Asclep. en Placit.4.22.2.
German (Pape)
[Seite 460] τό, Floßfeder; πτέρωμα βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. βράγχια.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 nageoire;
2 τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.
Étymologie: DELG t. techn. sans étym.
Greek (Liddell-Scott)
βράγχιον: τό, πτερύγιον. πτέρωμα βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα αὐτόθι 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, βρόγχος, ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- εἶναι διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.
Russian (Dvoretsky)
βράγχιον: τό
1 pl. жабры Arst., Theocr.;
2 pl. жаберные отверстия (щели) Arst.;
3 тж. pl. бронхи (Arst. - v.l. βρόγχια).