ἀπευκτός

From LSJ
Revision as of 08:23, 19 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pseudol" to "Pseudol")

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπευκτός Medium diacritics: ἀπευκτός Low diacritics: απευκτός Capitals: ΑΠΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: apeuktós Transliteration B: apeuktos Transliteration C: apefktos Beta Code: a)peukto/s

English (LSJ)

ἀπευκτή, ἀπευκτόν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
execrable πήματα A.A.638, ἀνήρ A.Supp.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c, σύνοδος Hld.7.25.6
subst. τὰ ἀπευκτά Pl.Ep.353e, Luc.Laps.2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
détestable, odieux.
Étymologie: ἀπεύχομαι.

German (Pape)

ή, όν, und ἄπευκτος, ον, verwünscht, verabscheuenswert, ἀνήρ Aesch. Suppl. 770; πήματα Ag. 624; Prosa, Plat. Legg. I.628c; Luc. Pseudol. 12; Hel. 7.25.

Russian (Dvoretsky)

ἀπευκτός: проклятый, ненавистный, ужасный Aesch., Plat., Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευκτός: -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 (ἀπεύχομαι): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, ἐπάρατος, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.

Greek Monolingual

ἀπευκτός, -ή, -όν (Α) απεύχομαι
ο απευκταίος.

Greek Monotonic

ἀπευκτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απεύχεται, αποτρόπαιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to be deprecated, abominable, Aesch.

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний