περίβλημα

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλημα Medium diacritics: περίβλημα Low diacritics: περίβλημα Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: períblēma Transliteration B: periblēma Transliteration C: perivlima Beta Code: peri/blhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A garment, Arist.Pr.870a27, LXX Nu.31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Glossaria; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.UP7.3.
II = περίβολος II.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.

German (Pape)

[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining.

Russian (Dvoretsky)

περίβλημα: ατος τό
1 покров, оболочка Arst.;
2 стена (γήϊνα περιβλήματα καὶ λίθινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιβάλλω
νεοελλ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)
2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου
3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός του λέβητα
4. φρ. «περίβλημα πλοίου»
ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα του πλοίου
5. βοτ. άλλη ονομασία του θεμελιώδους μεριστώματος
αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)
2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος
2. μεμβράνη
3. περιφραγμένος χώρος
4. περιτοίχισμα, οχύρωμα
5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).