ἐχεπευκής
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἐχεπευκές, (πευκ-, cf. pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.
German (Pape)
[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aigu, pointu.
Étymologie: ἔχω, πευκή.
Russian (Dvoretsky)
ἐχεπευκής: предполож. остроконечный, острый, т. е. уязвляющий (βέλος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.
English (Autenrieth)
ές (cf. πικρός): having a sharp point, sharp, ὀιστός. (Il.)
Greek Monolingual
ἐχεπευκής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)
2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε- (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. του επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].
Greek Monotonic
ἐχεπευκής: -ές (πεύκη), Ομηρικό επίθ. του βέλους, πικρός, ή καλύτερα φαρμακερός, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of βέλος (Α 51, Δ 129), of σμύρνα or ῥίζα (Nic. Th. 600 and 866), of ἀϋτμή (Orph. L. 475).
Derivatives: Beside it περιπευκής (Λ 845), also of βέλος, and ἐμπευκής (Nic. Al. 202), of ὀπός.
Origin: IE [Indo-European] [828] *peuḱ- sting
Etymology: Compoound (Schwyzer 441) of ἔχειν aund a noun like *πεῦκος, or a noun of another stem-class (Schwyzer 513; cf. also Chantraine Formation 426). Anyhow it has close relatives in πεύκη and in πευκεδανός and πευκάλιμος. The meaning bitter (Eust.), seen also in Nic., is clearly from sharp, stinging. Prop. meaning of ἐχε-πευκής so prob. with a point; for cognates outside Greek s. πεύκη. - Older interpretations in Bq; s. also Bechtel Lex. s. v. Wrong Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.
Middle Liddell
ἐχε-πευκής, ές πεύκη
Homeric epithet of a dart, bitter, or rather sharp-pointed, piercing, Il.
Frisk Etymology German
ἐχεπευκής: {ekhepeukḗs}
Meaning: Beiwort von βέλος (Α 51, Δ 129), von σμύρνα bzw. ῥίζα (Nik. Th. 600 und 866), von ἀϋτμή (Orph. L. 475).
Derivative: Daneben περιπευκής (Λ 845), ebenfalls von βέλος, und ἐμπευκής (Nik. Al. 202), von ὀπός.
Etymology: Verbales Rektionskompositum (Schwyzer 441) von ἔχειν und einem Nomen, das zunächst als *πεῦκος anzusetzen ist, aber auch einer anderen Stammklasse angehören könnte (Schwyzer 513; vgl. auch Chantraine Formation 426). Es hat jedenfalls in πεύκη ebenso wie in πευκεδανός und πευκάλιμος nahe Verwandte. Die u. a. von Eust. angegebene Bedeutung bitter, die auch bei Nik. zutage tritt, ist offenbar aus scharf, stechend o. ä. übertragen. Eig. Bedeutung von ἐχεπευκής somit wahrscheinlich mit einer Spitze versehen; außergriechische Beziehungen s. πεύκη. — Ältere Deutungen bei Bq; s. auch Bechtel Lex. s. v. m. Lit. Verfehlt Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.
Page 1,599