ἐκπαιδεύω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A bring up from childhood, ib.276; train thoroughly, ἐκθρέψαι καὶ ἐ. Pl.Cri. 45d, Luc.Alex.5.
II teach one a thing, τινά τι J.Ap.2.29, D.C. 45.2; but,
III ἐ. τινί τι impress on one by education, E.Fr.52.5 (lyr., s. v.l.).
Spanish (DGE)
1 criar, educar c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις; E.Cyc.276, ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι a los jóvenes, Pl.Cri.45d, cf. Luc.Alex.5, LXX Da.1.5.
2 enseñar, instruir en c. ac. de cosa y ac. o dat. de pers. τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι Aesop.306, ἐξεπαίδευσαν ... ἡμᾶς καὶ «μίαν τοῦ θεοῦ λόγου φύσιν σεσαρκωμένην» Pamph.Mon.Solut.6.309, c. ac. de pers. y gen. ἃς ... ἐξεπαίδευσε μυληφάτου a las que instruyó en la molienda del trigo Lyc.577, en v. pas. c. ac. de rel. ἐπεὶ ... ἐξεπαιδευόμην ... τοὺς νόμους τούσδε cuando fui instruido en estas leyes Gr.Thaum.Pan.Or.5.63.
German (Pape)
[Seite 771] auf-, großziehen, Eur. Cycl. 276; übh. erziehen, unterrichten, καὶ ἐκθρέψαι Plat. Crit. 45, d; τινά τι, Einen in Etwas, D. C. 45, 2; aber τινί τι, Einem Etwas anbilden, Eur. Alex. fr. 16.
French (Bailly abrégé)
élever dès l'enfance ; élever complètement.
Étymologie: ἐκ, παιδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπαιδεύω:
1 воспитывать, выращивать (τινά Eur., Plat.);
2 воспитывать, внушать, прививать (ὁμοίαν ἅπασιν ὄψιν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαιδεύω: ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, ἐκπαιδεύω, Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. ἐκπιδύομαι. ΙΙ. διδάσκω τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: ἀλλά, ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5.
Greek Monolingual
(AM ἐκπαιδεύω)
μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση του χαρακτήρα τών μαθητών
μσν.- νεοελλ.
εξασκώ στη στρατιωτική ζωή
νεοελλ.
εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («εκπαιδεύω νεοσυλλέκτους, εκπαιδεύω σκύλους κ.λπ.»)
αρχ.
1. ανατρέφω καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του ηλικία ώς τα νεανικά του χρόνια
2. διδάσκω κάποιον κάτι.
Greek Monotonic
ἐκπαιδεύω: μέλ. -σω, ανατρέφω από την παιδική ηλικία, εκπαιδεύω πλήρως, παιδαγωγώ, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
fut. σω
to bring up from childhood, educate completely, Eur., Plat.