χοινικίς

From LSJ
Revision as of 10:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοινικίς Medium diacritics: χοινικίς Low diacritics: χοινικίς Capitals: ΧΟΙΝΙΚΙΣ
Transliteration A: choinikís Transliteration B: choinikis Transliteration C: choinikis Beta Code: xoiniki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104.
II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.
III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.
IV = χοῖνιξ II, App.BC4.30.
V cave in a rocky shore, Str.12.3.11.
VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.).
VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι.
VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5.
IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.

German (Pape)

[Seite 1362] ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωθεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 écrou du moyeu;
2 morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;
3 cavité d'un rocher;
4 cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;
5 trépan de chirurgien.
Étymologie: χοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

χοινῐκίς: ίδος ἡ χοῖνιξ 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

χοινῐκίς: -ίδος, ής = χοινίκη, χνόη, Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. ὀρθοπρίων. ΙΙΙ. ὁ γῦρος τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = χοῖνιξ ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. σπήλαιον ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542.

Greek Monolingual

και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη
2. ο γύρος του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)
3. είδος ποδοκάκκης
4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
5. (στους καταπέλτες) το τμήμα του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές
6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)
7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», Στράβ.)
8. στον πληθ. αἱ χοινικίδες
οι αρθρώσεις τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις
(πρβλ. πινακίς)].

Greek Monotonic

χοινῐκίς: -ίδος, ἡ (χοῖνιξ
I. ο κύκλος του στεφανιού, σε Δημ.

Middle Liddell

χοινῐκίς, ίδος, ἡ, χοῖνιξ
the circle of a crown, Dem.