παρασπονδέω

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπονδέω Medium diacritics: παρασπονδέω Low diacritics: παρασπονδέω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΕΩ
Transliteration A: paraspondéō Transliteration B: paraspondeō Transliteration C: paraspondeo Beta Code: parasponde/w

English (LSJ)

A break a compact or treaty, D.7.36, 18.71, Onos.37.3; εἴς τινα D.H.2.72.
II trans.,
1 π. τινάς break faith with them, Plb.1.7.8, cf. Plu.Sull.3; τοὺς παρεσπονδηκότας τὰς πόλεις IG 22.687.32:—Pass., suffer by a breach of faith, Plb.3.15.7, J. BJ1.19.4; ὑπό τινος Id.Vit.59.
2 π. πίστεις, δεξιάς, violate pledges, etc., D.H.6.30, 7.46.

German (Pape)

[Seite 499] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. violer un traité, une convention;
2 tr. violer ou trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; τι violer une parole, un traité ; οἱ παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d'une violation de la foi jurée.
Étymologie: παρά, σπονδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασπονδέω [παράσπονδος] een verdrag schenden, verraden.

Russian (Dvoretsky)

παρασπονδέω:
1 поступать вопреки договору, нарушать договор (ἀδικεῖν καὶ π. Dem.);
2 делать жертвой (своего) вероломства (ἐξαπατᾶν καὶ π. τινα Plut.): παρασπονδηθέντες ὑπό τινος Plut. ставшие жертвой чьего-л. вероломства.

Greek Monotonic

παρασπονδέω: μέλ. -ήσω·
I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ.
II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπονδέω: εἶμαι παράσπονδος, τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας παραβαίνω, Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, παραβαίνω τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, παραβαίνω ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to act contrary to an alliance or compact, break a treaty, Dem.
II. trans. to break faith with one, Polyb.:—Pass. to suffer by a breach of faith, Polyb.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=παραβαίνω τίς συμφωνίες). Παρασύνθετο ἀπό τό παράσπονδοςπαρά + σπονδαί (=ἀνακωχή) τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.