σελαγέω

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελᾰγέω Medium diacritics: σελαγέω Low diacritics: σελαγέω Capitals: ΣΕΛΑΓΕΩ
Transliteration A: selagéō Transliteration B: selageō Transliteration C: selageo Beta Code: selage/w

English (LSJ)

(σέλας)
A enlighten, illuminate, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε.. γαῖαν Hymn.Is.9:—Pass., beam brightly, σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ πῦρ E. El.714 (lyr.); ὄμμα αἰθέρος σελαγεῖται Ar.Nu.285, cf. 604; also, to be in a blaze, Id.Ach.924sq.
II intr., shine, beam, Opp.C.1.210,3.136.

German (Pape)

[Seite 869] 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσθαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῦρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐθύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῦντα, Opp. Cyn. 1, 210.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire briller ; Pass. briller;
2 brûler.
Étymologie: σέλας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελᾰγέω [σέλας] poët. imperf. med. 3 sing. σελαγεῖτο, een gloed verspreiden, stralen, schitteren:; σὺν πεύκαις σελαγεῖ hij (Dionysus) straalt met toortsen van pijnboomhout Aristoph. Nub. 604; meestal med.. σελαγεῖτο... πῦρ ἐπιβώμιον het vuur schitterde helder op het altaar Eur. El. 714; σελαγοῖντ’ ἂν εὐθύς ze (de schepen) zouden onmiddellijk in lichterlaaie staan Aristoph. Ach. 924.

Russian (Dvoretsky)

σελᾰγέω:
1 освещать, pass. светить, сиять (σελαγεῖσθαι σὺν πεύκαις Arph.);
2 жечь, pass. гореть, пылать; σελαγεῖτο πῦρ ἐπιβώμιον Eur. пылал огонь на жертвеннике.

Greek Monotonic

σελᾰγέω: (σέλας), φωτίζω, διαφωτίζω — Παθ., φέγγω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λαμπυρίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰγέω: (σέλας) φωτίζω, καταφωτίζω, ἐλλάμπω, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., λάμπω, φωτίζω, φέγγω, σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· ὄμμα σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 (ἔνθα τὸ σελαγεῖ εἶναι β΄ ἑνικ.)· ὡσαύτως, ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136.

Middle Liddell

σελᾰγέω, σέλας
to enlighten, illume:—Pass. to beam brightly, Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=φωτίζω, φεγγοβολῶ). Ἀπό τό σέλας (=φῶς, λάμψη) πού εἶναι συγγενικό μέ τό ἥλιος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σέλας.