ἀντιπληρόω
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
A fill in turn or against, τὰς ναῦς man them against the enemy, Th.7.69, etc.:—Med., ἀ. φιλοτησίαν πρός τινα fill one's cup in his honour, pledge him, Aristid.2.115J.
II fill up by new members, ἀ. τάξεις ἐκ πολιτῶν X.Cyr.2.2.26; replenish after exhaustion, Theophrastus CP1.13.3.
Spanish (DGE)
I tr.
1 llenar, equipar a su vez (de hombres) τὰς ναῦς Th.7.69, cf. 8.17
•completar τὰς τάξεις X.Cyr.2.2.26.
2 en v. med. llenar la copa por alguien πρὸς Πλάτωνα ... ἀναγκαῖον ἦν ὥσπερ φιλοτησίαν προλαβόντα ἀντιπληρώσασθαι Aristid.2.115.
3 ofrecer algo en agradecimiento ἡμᾶς τὸν αὐτὸν ἀντιπληρῶσαι τοῦ δείπνου τοῖς μάρτυσιν ἔρανον Gr.Nyss.M.46.757A.
II intr. en v. med. cubrirse los árboles de hojas, Thphr.CP 1.13.3.
German (Pape)
[Seite 258] dagegen füllen, ergänzen, ὅπως ἐκ τῶν πολιτῶν ἀντιπληρώσετε τὰς τάξεις Xen. Cyr. 2, 2, 26; Theophr.; ναῦς, Schiffe gegen den Feind bemannen, Thuc. 7, 69; Xen. Hell. 4, 8, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 combler les vides (litt. remplir en échange);
2 équiper (un navire) contre.
Étymologie: ἀντί, πληρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπληρόω: со своей стороны снабжать должным количеством людей: ἀ. τὰς ναῦς Thuc. укомплектовывать флот личным составом; ἀ. τὰς τάξεις ἐκ τῶν πολιτῶν Xen. пополнять воинские части из числа граждан.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπληρόω: πληρῶ, γεμίζω καὶ αὐτός, διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες ἑξήκοντα ναῦς, πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ ἑξήκοντα ναῦς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν πρός τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, μηδὲ μέντοι σκοπεῖτε ὅπως ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι πάλιν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.
Greek Monotonic
ἀντιπληρόω: μέλ. -ώσω, επανδρώνω πλοία εναντίον του εχθρού, σε Θουκ.
II. συμπληρώνω με νέα μέλη, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to man ships against the enemy, Thuc.
II. to fill up by new members, Xen.