ἀνεύθυνος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἀνεύθυνον,
A not accountable, irresponsible,opp. ὑπεύθυνος, τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Hdt.3.80, cf. Arist. Pol.1271a5; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Th.3.43; free from liability or free from censure, POxy.906.8 (ii/iii A. D.), Lib.Or.59.100; not open to objection, of a statement, Alex.Aphr.in Top.425.5.
2 guiltless, innocent, Luc.Abd.22: c. gen., ἀ. ἁμαρτήματος Id.Nigr.9; irreproachable, ἀνεύθυνος τὸ ἰσχίον, of athletes, Philostr.Gym.48. Adv. ἀνευθύνως Poll.3.139, Just.Nov.8.12 Intr.—In Att., ἀνυπεύθυνος was more common.
Spanish (DGE)
-ον
I jur. de pers. que no rinde cuentas, no sujeto a responsabilidad βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.Pol.1271a5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω ἀνεύθυνος εἰπεῖν D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e
•fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas Hdt.3.80, ἀ. ἀκρόασις escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad Th.3.43.
II gener.
1 de pers. inocente c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.Nigr.9.
2 de cosas irreprochable Luc.Abd.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.Gym.48
•de abstr. no censurable de un argumento, Alex.Aphr.in Top.425.5, γάμος POxy.906.8 (II/III d.C.), ἀστρατεία Lib.Or.59.100.
III adv. ἀνευθύνως = irreprochablemente Poll.3.139, Iust.Nou.8.12.
German (Pape)
[Seite 227] (εὐθύνη), 1) keiner Prüfung unterworfen, nicht rechenschaftspflichtig, unumschränkt, τῇ μουναρχίῃ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Her. 3, 80; dem ὑπεύθυνος entgegenstehend, Thuc. 3, 43; Luc. abd. 22. – 2) der nicht zur Untersuchung gezogen zu werden braucht, unschuldig, Arist. pol. 2, 9; ἁμαρτημάτων Luc. Nigr. 9, frei von Fehlern.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;
2 qui n'a pas à se justifier, innocent de, gén..
Étymologie: ἀ, εὔθυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύθῡνος:
1 не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т. е. неограниченный (μουναρχίη Her.);
2 не несущий ответственности, невиновный Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;
3 не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθῡνος: -ον, ὁ μὴ ὑπεύθυνος, μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ ὑπεύθυνος: ― τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ ἔνοχος, ἀθῷος, καθ’ ὅσον ὁ τοιοῦτος δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ μετὰ γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ ἔνοχος, Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως Πολυδ. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ ἀνυπεύθυνος ἦτο κοινότερον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεύθυνος, -ον) ευθύνω
1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι
2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος
3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης
νεοελλ.) (ποιν.) το ανευθυνον
το ακαταλόγιστο
αρχ.
ο μη ένοχος, ο αθώος.
Greek Monotonic
ἀνεύθῡνος: -ον (εὔθυναι),
1. μη υπεύθυνος, αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για κάτι, ανεύθυνος, αμέριμνος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αθώος, αυτός που δεν υπόκειται σε δίκη, σε Λουκ.· με γεν., αθώος από, στον ίδ.
Middle Liddell
[εὔθυναι]
1. not having to render an account, irresponsible, Hdt., Thuc.
2. guiltless, because such a one is not liable to trial, Luc.; c. gen. guiltless of . ., Luc.
English (Woodhouse)
irresponsible, not responsible
Translations
irresponsible
Armenian: անպատասխանատու; Belarusian: безадказны, безадпавядальны; Bulgarian: безотговорен; Catalan: irresponsable; Chinese Mandarin: 不負責的/不负责的, 不负责任的; Czech: nezodpovědný, neodpovědný; Danish: uansvarlig; Dutch: onverantwoordelijk; Finnish: vastuuton; French: irresponsable; Galician: irresponsable; German: verantwortungslos, unverantwortlich; Greek: ανεύθυνος; Ancient Greek: ἀνεύθυνος, ἀνυπεύθυνος; Hungarian: felelőtlen; Italian: irresponsabile; Japanese: 無責任な; Korean: 무책임하다, 책임이 없는; Latvian: bezatbildīgs; Macedonian: неодговорен; Maori: hurori, mākahi; Norwegian Bokmål: ansvarsløs, uansvarlig; Polish: nieodpowiedzialny, lekkomyślny; Portuguese: irresponsável; Romanian: iresponsabil; Russian: безответственный; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏одгово̄ран; Roman: nȅodgovōran; Slovak: nezodpovedný; Slovene: neodgovoren; Spanish: irresponsable; Swedish: ansvarslös, oansvarig; Turkish: mesuliyetsiz, sorumsuz; Ukrainian: безвідповідальний
irreproachable
Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; German: einwandfrei, tadellos, unbescholten, unsträflich, untadelhaft, untadelig; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἄμομφος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный