ἀποτρόπαιος

From LSJ
Revision as of 12:17, 31 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτρόπαιος Medium diacritics: ἀποτρόπαιος Low diacritics: αποτρόπαιος Capitals: ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: apotrópaios Transliteration B: apotropaios Transliteration C: apotropaios Beta Code: a)potro/paios

English (LSJ)

ἀποτρόπαιον,
A averting evil, freq. of Apollo, Ar.Eq.1307, Av.61, Pl.359, Orac. ap. D. 21.53, CIG464: generally, θεοὶ ἀ. Hp.Vict.4.89, Pl.Lg.854b, X.HG3.3.4, Paus.2.11.1.
2 of sacrifices, D.H.5.54, Plu.2.290d,292a.
II Pass., that ought to be averted, ill-omened, φαντασίαι Ph.2.433; δυσφημίαι Plu.2.587f; θέαμα Luc.Tim.5; ἄκουσμα Id.Gall.2, etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que conjura el mal, apotropaico, tutelar de ciertas divinidades frec. ctónicas o infernales χρὴ ... τοῖσι θεοῖσιν εὔχεσθαι ... τοῖσιν ἀποτροπαίοισιν, καὶ Γῇ καὶ ἥρωσιν, ἀποτρόπαια τὰ χαλεπὰ εἶναι πάντα hay que hacer rogativas (ante los signos celestes nefastos) a las divinidades apotropaicas, a la Tierra y los Héroes para que todo lo malo sea conjurado (v. II) Hp.Vict.4.89, ἐπὶ θεῶν ἀποτροπαίων ἱερά Pl.Lg.854b, cf. D.S.17.116, Arr.Epict.2.18.20, Paus.2.11.1
esp. de Apolo Ἄπολλον ἀποτρόπαιε Ar.Pl.359, 854, V.161, Au.61, IG 22.4852, Ἀπόλλωνι ἀποτροπαίῳ βοῦν θῦσαι Orác. en D.21.53, cf. Sokolowski 2.116A.2 (Cirene II a.C.), de Zeus IG 9(1).134 (Elateria III/II a.C.), Luc.Alex.4, junto con Atenea IEryth.201.d.2 (III a.C.), NSERod.20b.2 (Lindos II a.C.)
subst. en plu. Apotropeos, divinidades apotropaicas θύοντες τοῖς ἀ. X.HG 3.3.4, cf. Symp.4.33, εὐχόμενος τοῖς Ἀ. τὸ νέφος παρελθεῖν haciendo rogativas a los Apotropaicos para que la nube pasara de largo Alciphr.3.17.3, cf. Doroth.Ath.5
c. gen. de los mártires crist. ἀ. τῶν κακῶν Thdt.Affect.8.39
en sg. el Apotropaico o Tutelar probablemente Apolo Ἀποτρόπαιε Ar.Eq.1307, Heracles, Philostr.VA 4.10.
2 de sacrificios, actos u objetos apotropaico, conjurador θυσίαι D.H.5.54, Plu.2.292a
c. gen. conjurador, exorcizador ἱερεῖον δαιμονικῆς πλάνης ἀ. de la muerte de Cristo, Eus.LC 15 (p.247.28), de las oraciones ἀ. ἱκετηρίας τῶν δεινῶν Philost.HE 2.17
subst. τὰ ἀ. sacrificios apotropaicos a Hécate, Plu.2.290d, de los persas a Arimán, Plu.2.369e, a los dioses gener., Plu.2.497d, c. gen. entre los judíos τὰ τῶν κακῶν ἀ. Gr.Nyss.V.Mos.p.27, de la Cruz νικητικὸν τρόπαιον, δαιμόνων ἀ. Eus.LC 6 (p.212.6).
II de peligros inminentes pronosticados por signos celestes que debe ser conjurado Hp.Vict.4.89.14 (v. I 1), esp. sueños κατ' ὀνείρατα ἀ. IG 9(1)134 (Elateria III/II a.C.) (v. I 1), ἀποτρόπαιον <ἂν> εἴη τοῦτο Nic.Dam.66.17, ἐξ ὀνειράτων ἀποτροπαίους φαντασίας Ph.2.433
de visiones, sonidos θέαμα Luc.Tim.5, δυσφημίαι Plu.2.587f, ἄκουσμα Luc.Gall.2, κακοποιοὶ δυνάμεις Synes.Ep.41
simpl. espantoso, horrible κολαστηρίοι Synes.Ep.42 (p.73)
en or. nominales en aposición, más desacralizado cosa que debe ser conjurada, detestable ἀποτρόπαιον ὡς αἰσχρόν (es) terriblemente vergonzoso Luc.Pisc.33, ἀποτρόπαιά μοι ... ἀκοῦσαι ἦν Luc.Phal.1.3, ἀποτρόπαιον οἷα πείσονται Luc.Sat.18, μάστιξ δὲ ἀποτρόπαιον el látigo (es) una cosa infame Synes.Ep.41
subst. τῷ ἀποτροπαίῳ τῆς ἀρᾶς ὑποτίθεσθαι τὸν μέλλοντα αἰῶνα estar sometido en el futuro a lo abominable de la maldición I.AI 18.287.

German (Pape)

[Seite 332] 1) abwendend, bes. Beiname der Unglück abwendenden Götter, averruncus, Paus. 2, 11, 2; Ἀπόλλων Ar. Plut. 854; θεοί Xen. Hell. 3, 3, 4; Plat. Legg. IX, 854 b; Ζεύς Luc. Alex. 4; θυσίαι Dion. Hal. 5, 54; vgl. Plut. qu. gr. 3. – 2) wovon man sich abwendet, abscheulich, unheilbringend, θέαμα, ἄκουσμα, Luc. Tim. 5 Gall. 2 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui détourne les maux, tutélaire ; en parl. de sacrifices expiatoire;
2 dont on se détourne avec horreur, abominable.
Étymologie: ἀποτροπή.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτρόπαιος:
1 предотвращающий беду, отвращающий беду (эпитет Аполлона и др. богов) Arph., Xen., Plat., Dem., Luc.;
2 отводящий несчастье, умилостивительный (θυσίαι Plut.);
3 отталкивающий, отвратительный, ужасный (δυσφημίαι Plut.; θέαμα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτρόπαιος: -ον, ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ἀθήναις, Λατ. averruncus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1307, Ὄρν. 61, Πλ. 359, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 26, Συλλογ. Ἐπιγρ. 464: ἐν γένει, θεοὶ ἀπ. Ἱππ. 378. 31, Πλάτ. Νόμ. 854Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, Παυσ. 2. 11, 2. 2) ἐπὶ θυσιῶν, Διον. Ἁλ. 5. 54, Πλούτ. 2. 290D, 292A. ΙΙ. παθ. ὅστις ἔπρεπε νὰ ἀποτραπῇ, νὰ ἀποκρουσθῇ, δυσοίωνος, βδελυκτὸς, δυσφημίαι Πλούτ. 2. 587Ε· θέαμα Λουκ. Τίμ. 5· ἄκουσμα ὁ αὐτ. Ἀλεκτρ. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀποτρόπαιος, -ον) αποτροπή
αυτός που τον αποστρέφεται κανείς ως απαίσιο, αποκρουστικός
αρχ.
αυτός που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές.

Greek Monotonic

ἀποτρόπαιος: -ον (ἀποτρέπω),
I. αυτός που αποτρέπει το κακό, λέγεται για τον Απόλλωνα στην αρχαία Αθήνα, Λατ. averruncus, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. Παθ., αυτός που όφειλε να αποτραπεί, δυσοίωνος, βδελυρός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἀποτρέπω
I. averting evil, of Apollo, Lat. averruncus, Ar., etc.
II. pass. that ought to be averted, ill-omened, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού διώχνει τό κακό, ὅποιος πρέπει νά ἀποκρουστεῖ). Ἀπό τό: ἀποτροπή (ἀπό + τρέπω), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ἀπότρεψις, ἀποτρεπτέον, ἀποτρεπτικός, ἀπότρεπτος (=ἄξιος ἀποστροφῆς), ἀποτροπάδην, ἀποτροπῶμαι, ἀποτροπιάζω (=διώχνω), ἀπότροπος (=ἐξόριστος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρέπω.