βλάστημα

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάστημα Medium diacritics: βλάστημα Low diacritics: βλάστημα Capitals: ΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: blástēma Transliteration B: blastēma Transliteration C: vlastima Beta Code: bla/sthma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = βλάστη 1, κισσίνοις β. E.Ba. 177, cf. Isoc. 1.52, Thphr. HP 1.1.9, PLond.1.131rix 191 (i A. D.).
II metaph., offspring, offshoot, μητρὸς βλάστημα A. Th.533; πέκνων γλυκερὸν βλάστημα E.Med.1099 (lyr.), cf.IG12(7).496.3 (Amorgos), etc.; also of animals, E.Cyc.206; ὦ χρυσὲ β. χθονός Trag.Adesp.129.1: also in late Prose, Jul. Or.7.232d.
III excrescence, Hp.Hum.1; eruption on the skin, Aret.CD1.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1brote, retoño, vástago de vegetales κισσίνοις βλαστήμασιν E.Ba.177, cf. Isoc.1.52, Thphr.HP 1.1.9, SB 9699.192 (I d.C.), D.Chr.36.59, β. κέδρων LXX Si.50.12, cf. Gal.5.526.
2 vástago, criatura, prole de pers. y anim. μητρὸς ... β. A.Th.533, τέκνων γλυκερόν E.Med.1099, γῆς βλαστήματα de los gigantes, E.HF 178, metáf. de otros seres τῆσδε τῆς γῆς β. Aristid.Or.30.7, β. χθονός del oro Trag.Adesp.129.1, cf. IG 12(7).496.3 (Amorgos II/III d.C.), Iul.Or.7.232d
fig. γυνὴ ... οὐδὲ ἔτικτεν βλαστήματα σωφροσύνης la mujer (no fue madre de virtudes) ni parió hijos de la prudencia Amph.Or.8.93
de anim. cría νεόγονα βλαστήματα E.Cyc.206.
3 fig. ser, creación natural τὰ δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλὰ βλαστήματα Hp.de Arte 2.
II medic. erupción ἕλκος ἢ β. Hp.Hum.1, cf. Aret.CD 1.2, Paul.Aeg.3.3.6.

German (Pape)

[Seite 447] τό, Keim, Sproß, Eur. Bacch. 177; Theophr.; von Menschen, Aesch. Spt. 515; Eur. Med. 1099 u. öfter; auch sp. D.; Ep. ad. 690 (VII, 343); von Tieren, Eur. Cycl. 206. – Bei Medic. = ἐξάνθημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rejeton, enfant.
Étymologie: βλαστάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάστημα -ατος, τό βλαστάνω
1. scheut, groeisel:; κισσίνοις βλαστήμασιν met scheuten van klimop Eur. Ba. 177; geneesk. blasteem (kiemweefsel). Hp. Hum. 1.
2. voortbrengsel, nageslacht:; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου β. kind van een moeder die in het gebergte leeft Aeschl. Sept. 533; νεόγονα βλαστήματα pasgeboren jongen Eur. Cycl. 206; overdr.. τὰ δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα, ἀλλὰ βλαστήματα φύσιος de realiteiten zijn geen conventies, maar voortbrengselen van de natuur Hp. Ars 2.

Russian (Dvoretsky)

βλάστημα: ατος τό Aesch., Eur., Plat., Plut., Anth. = βλάστη 1 и 2.

Middle Liddell

I. = βλάστη I, Eur.
II. metaph. offspring, an offshoot, Aesch., Eur.
III. an eruption on the skin, Aretae.

Greek Monolingual

το (AM βλάστημα) βλαστάνω
γόνος, παιδί
μσν.- νεοελλ.
κάθε τι που φυτρώνει
αρχ.
1. ο βλαστός
2. εξάνθημα του δέρματος.

Greek Monotonic

βλάστημα: -ατος, τό,
I. = βλάστη, σε Ευρ.
II. μεταφ., απόγονος, τέκνο, παρακλάδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. ερεθισμός του δέρματος, εξάνθημα.

Greek (Liddell-Scott)

βλάστημα: τό, = βλάστη Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9.
ΙΙ. μεταφ., γέννημα, τέκνον, μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. ἐξάνθημα τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.

English (Woodhouse)

offspring, scion, sprout

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)