χειρισμός
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ὁ,
A handling, manipulation, treatment, especially in surgery, Hp.Off.3, Paul.Aeg.6.122.
2 management, handling, τῆς τύχης by fortune, Plb.1.4.1; τῶν πραγμάτων of business, 5.26.4; ὁ κατὰ μέρος χειρισμός 2.35.3; ὁ χειρισμὸς τῆς χάριτος exercise, 31.28.11; τῶν δογμάτων execution, 6.12.3: abs., 1.28.4; of literary or rhetorical treatment, D.S.5.1, Phld.Rh.1.371S.
3 especially of financial administration, Schwyzer631.11 (Milet., ii B.C.), Rev.Arch.1925(22).62 (Callatis), POxy.2125.3 (iii A.D.); department, PTeb.758.14 (ii B.C.), Wilcken Chr.432.13 (ii A.D.), 170.27 (iii A.D.).
4 pl., administrative posts, Vett.Val.39.12.
5 inventory, register of property, Wilcken Chr.71.11 (pl.), 91.14 (both ii A.D.).
b guild, corporation, τῶν κυβερνητῶν PGiss.11.11 (ii A.D.), cf. PPetr.3p.206, al. (iii B.C., abbrev.).
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, Behandlung mit der Hand, Handhabung, Verwaltung; τῆς διακονίας Ath. X, 439 c; τῶν πραγμάτων Pol. 5, 26, 4 u. öfter; καὶ ἡ οἰκονομία 5, 31, 7; auch von der Behandlung des Stoffs, 15, 34, 3 u. sonst. – Wundärztliche Operation, Hippocr. u. sp. Medic.
Russian (Dvoretsky)
χειρισμός: ὁ
1 руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;
2 совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς χάριτος Polyb. оказывание услуги;
3 составление, изложение: τούτῳ χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.
Greek (Liddell-Scott)
χειρισμός: ὁ, μεταχείρισις, ἡ διὰ χειρῶν ἐνέργεια, μάλιστα ἐν τῇ χειρουργικῇ, «ἐγχείρησις», Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 740· πρβλ. χείριξις Ι. 2) διαχείρισις, διοίκησις, κυβέρνησις, Λατ. administratio, τῆς τύχης, ὑπὸ τῆς τύχης, Πολύβ. 1. 4, 1· τῶν πραγμάτων, διαχείρισις, διοίκησις αὐτῶν, 5. 26, 4· ὁ κατὰ μέρος χ., ἐξάσκησις, 32. 14, 11· τῶν δογμάτων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, 5. 12, 3· κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χειρίζω / -ομαι]
1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια
2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός της μηχανής» β. «οι χειρισμοί του υπουργού» γ. «ἀγαγεῖν τοῖς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», Πολ.)
αρχ.
1. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
2. διαχείριση τών οικονομικών υποθέσεων
3. κατάλογος περιουσιακών στοιχείων
4. σώμα, ομάδα
5. στον πληθ. οἱ χειρισμοί
οι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.