σεισμός

From LSJ
Revision as of 06:40, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισμός Medium diacritics: σεισμός Low diacritics: σεισμός Capitals: ΣΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: seismós Transliteration B: seismos Transliteration C: seismos Beta Code: seismo/s

English (LSJ)

ὁ, (σείω)
A shaking, shock, γῆς σεισμός = earthquake, E.HF862, Th.3.87; σεισμὸς χθονός E.IT1166: abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec.791, Th.1.23, etc.
2 generally, shock, agitation, commotion, σεισμὸς τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, cf. Ti.88d; ἔξωθεν . . προσφέρειν τοῖς . . πάθεσι σεισμόν a shock, Id.Lg.791a; σεισμὸς τῆς οὐρᾶς Poll.5.61; σεισμὸς ἐν τῇ θαλάσσῃ Ev.Matt.8.24.
3 blackmail, extortion, Sammelb.5675.13 (ii B.C.); συκοφάντεια καὶ σ. PPar.15.67 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῦ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR ou simpl. σεισμός tremblement de terre.
Étymologie: σείω.

Russian (Dvoretsky)

σεισμός:
1 потрясение, трясение (τοῦ σώματος Plat.): γῆς или χθονὸς σ. Thuc., Eur. землетрясение;
2 (тж. σ. γῆς или χθονός Eur., Thuc., Arst.) землетрясение Her., Soph., Arph., Thuc.;
3 волнение, буря (ἐν τῇ θαλάσσῃ NT).

Greek (Liddell-Scott)

σεισμός: ὁ, (σείω) σείσιμον, κίνησις σεισμική, γῆς σ., ὡς και νῦν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862, Θουκ. 3. 87· χθονός Εὐρ. Ι. Τ. 1166· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 28., 5. 85., 7. 129, Σοφ. Ο. Κ. 95, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791, Θουκ. 1. 23, Ρήτ. τ. 2, σ. 207, κτλ. 2) καθόλου, τίναγμα, κίνησις, ταραχή, διάσεισις, σ. τοῦ σώματος, Πλατ. Φίληβ. 33Ε, πρβλ. Τίμ. 88D· ἔξωθεν... προσφέρειν τοῖς ... πάθεσι σεισμόν, τιναγμόν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 790 Ε· σ. τῆς οὐρᾶς Πολυδ. Ε΄, 61· ἐν τῇ θαλάσσῃ Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄ 24. ― Καθ’ Ησύχ.: «σεισμός· τρόμος».

English (Strong)

from σείω; a commotion, i.e. (of the air) a gale, (of the ground) an earthquake: earthquake, tempest.

English (Thayer)

σεισμοῦ, ὁ (σείω), a shaking, a commotions: ἐν τῇ θαλάσσῃ, a tempest, Herodotus 4,28), Sophocles, Aristophanes down, pre-eminently an earthquake: Sept. for רַעַשׁ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σείω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σείω, σείση, ταρακούνημα
2. δόνηση της επιφάνειας της Γης που οφείλεται σε φυσικά αίτια («ἐγένοντο δὲ καὶ οἱ πολλοὶ σεισμοὶ τότε τῆς γῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (γεωφ.) απότομη διατάραξη στο εσωτερικό της Γης που εκδηλώνεται στην επιφάνειά της με κίνηση του εδάφους, η οποία προκαλείται από τη διέλευση ελαστικών σεισμικών κυμάτων διά μέσου τών πετρωμάτων της Γης και η οποία προξενεί καταστρεπτικά αποτελέσματα, όταν η έντασή της υπερβεί ένα ορισμένο σχετικά όριο
2. φρ. α) «ηφαιστειογενείς σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα
β) «τεκτονικοί σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται στην απότομη απελευθέρωση ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης, η οποία είναι συσσωρευμένη στο εσωτερικό της Γης, και εκδηλώνονται όταν οι τάσεις στις μάζες τών πετρωμάτων συσσωρεύονται σε σημείο ώστε να υπερβαίνουν την αντοχή τών πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την διάρρηξή τους
γ) «σεληνιακός σεισμός»
(αστρον.-γεωφ.) σεισμική διατάραξη που εκδηλώνεται στη Σελήνη
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «σεισμός
τρόμος»
2. εκβιασμός που γίνεται με την απειλή συκοφάντησης.

Greek Monotonic

σεισμός: ὁ (σείω),
1. σεισμική κίνηση, σεισμική δόνηση, σεισμική ταλάντευση· γῆς, χθονὸς σεισμός, σεισμός, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αναστάτωση, κλονισμός, σάλος, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Middle Liddell

σεισμός, οῦ, ὁ, σείω
1. a shaking, shock, γῆς, χθονὸς ς. an earthquake, Eur.; absol., Hdt., Attic
2. generally, a shock, agitation, commotion, Plat., NTest.

Chinese

原文音譯:seismÒj 些士馬士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:震動 相當於: (רַעַשׁ‎)
字義溯源:震動,地震,騷動,暴風,風暴;源自(σείω)*=搖滾,搖動)
出現次數:總共(14);太(4);可(1);路(1);徒(1);啓(7)
譯字彙編
1) 地震(13) 太24:7; 太27:54; 太28:2; 可13:8; 路21:11; 徒16:26; 啓6:12; 啓8:5; 啓11:13; 啓11:13; 啓11:19; 啓16:18; 啓16:18;
2) 暴風(1) 太8:24

English (Woodhouse)

earthquake, shock, earthquake shock, earth-quake, of the earth, shock of earthquake, sudden excitation of feeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σείω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

earthquake

Abkhaz: адгьылҵысра; Acehnese: geumpa; Afrikaans: aardbewing, aardskudding, aardtrilling; Ainu: シㇼシモイェ; Akan: asase wosoɔ; Aklanon: linog; Albanian: tërmet, shkundëllimë; Amharic: የመሬት መንቀጥቀጥ; Arabic: زَلْزَال, زِلْزال, زَلْزَلَة, هَزَّة أَرْضِيَّة ʔarḍiyya); Egyptian Arabic: زلزلة; South Levantine Arabic: زَلْزَال, هَزَّة أَرْضِيَّة ʔarḍiyya); Aragonese: tierratremo, terrentrín; Araki: muhu; Aramaic Classical Syriac: ܪܥܠܐ, ܙܘܥܐ; Hebrew: רעלא, זועא; Armenian: երկրաշարժ; Assamese: ভূঁইকঁপ, ভূমিকম্প; Asturian: terremotu; Avar: дуниял, ракьбагъари; Azerbaijani: zəlzələ; Bambara: dugukoloyɛrɛyɛrɛ; Bashkir: ер тетрәү; Basque: lurrikara; Belarusian: землятрус, землетрасенне, землетрасеньне; Bengali: ভূমিকম্প; Bhojpuri: भुँइडोल, भूकंप; Bikol Central: linog, teremoto; Bislama: etkwek; Breton: kren-douar; Brunei Bisaya: gampa bumi; Bulgarian: земетресение; Burmese: ငလျင်; Buryat: газар хүдэлэлгэ; Catalan: terratrèmol, sisme; Cebuano: linog, teremoto; Cham Eastern Cham: kayun tanâh, tatuen tanâh; Western Chamicuro: ijmulalaki; Chechen: мохк бегор; Cherokee: ᎦᏙ ᎠᎵᏖᎸᎮᏍᎬ; Chinese Cantonese: 地震; Dungan: дидун; Eastern Min: 地震; Gan: 地震; Hakka: 地震; Hokkien: 地動, 地动, 地震; Jin: 地震; Mandarin: 地震, 地動, 地动; Northern Min: 地震; Wu: 地震; Xiang: 地震; Chuvash: ҫӑр чӗтренни, ҫӗр чӗтренӗвӗ; Coptic: ⲕⲙⲧⲟ; Cornish: dorgrys; Crimean Tatar: zelzele; Czech: zemětřesení; Dakota: makháchąchą; Danish: jordskælv; Deg Xinag: nganʼ ditʼanh; Dutch: aardbeving, aardschok; Dzongkha: ས་ཡོམ; Emilian: taramòt, teremòt, teremôt; Erzya: модасоркс; Esperanto: tertremo; Estonian: maavärin; Evenki: дунэ самнадяран; Farefare: tẽn-mĩiŋo, tɩn-mĩiŋo; Faroese: jarðskjálvti; Fijian: uneune; Finnish: maanjäristys; French: tremblement de terre, séisme; Friulian: taramot; Galician: terremoto, terramoto, sismo; Gamilaraay: burruwi; Georgian: მიწისძვრა; German: Erdbeben; Alemannic German: Ërdbebme; Gothic: 𐍂𐌴𐌹𐍂𐍉; Greek: σεισμός, Εγκέλαδος, τερρεμότο; Ancient Greek: ἀναβρασμός, βρασμός, γάκα, γακίνας, γακινία, γακινίας, γάκινος, γῆς σεισμός, σεισμός, σεισμὸς γῆς, σεισμὸς χθονός, συσσεισμός; Greenlandic: nunap sajunnera; Guaraní: yvyryrýi; Gujarati: ધરતીકંપ; Haitian Creole: tranbleman detè, tranblemanntè, tranblemandtè; Hawaiian: ōlaʻi; Hebrew: רְעִידַת אֲדָמָה, רַעַשׁ; Higaonon: linog; Hiligaynon: linog; Hindi: भूकंप, ज़लज़ला, भूचाल, भूकप; Hungarian: földrengés; Icelandic: jarðskjálfti, jarðhræring; Ido: sismo, terocilo, tertremo; Ilocano: gingined; Indonesian: gempa bumi, gempa, lindu; Iranun: linug; Iraqw: kunseeli; Irish: crith talún; Italian: terremoto, sisma, tremuoto; Japanese: 地震; Javanese: lindhu; Kachchi: ધરતીકંપ; Kalmyk: һазр чичрлһн, һазр догдллһн; Kannada: ಭೂಕಂಪ; Kashmiri: बुञुलु; Kavalan: utuz; Kazakh: жер сілкіну, зілзала, жер сілкінісі; Khmer: រញ្ជួយផែនដី; Klallam: sməxʷə́yu; Korean: 지진(地震); Kumyk: тербенив; Kurdish Central Kurdish: بوومەلەرزە; Northern Kurdish: erdhej, bûmelerzî, erdlerzî, zelzele; Kyrgyz: жер титирөө; Lao: ແຜ່ນດິນໄຫວ; Latin: terrae motus, terraemotus; Latvian: zemestrīce; Lezgi: залзала; Ligurian: teramòtto; Lithuanian: žemės drebėjimas; Lombard: terremott; Low German German Low German: Eerdbeven; Luxembourgish: Äerdbiewen; Macedonian: земјотрес; Magahi: 𑂦𑂳𑂅𑂀𑂙𑂷𑂪; Maguindanao: linug; Malagasy: horohoron-tany; Malay: gempa, gempa bumi, goyang gempa, tanah goyang, lindu; Maltese: terremot; Mansaka: linog; Manx: craa-hallooin; Maori: rū, rūwhenua; Maranao: linog; Marathi: भूकंप; Mari Eastern Mari: мланде чытыралтмaш; Western Mecayapan Nahuatl: ta̱lo̱li̱n; Mezquital Otomi: mbimhai; Minangkabau: gampo; Mongolian Cyrillic: газар хөдлөлт; Moroccan Amazigh: ⴰⵏⴷⵓⴷⵉ; Navajo: kéyah haʼdéísná; Nepali: भूकम्प, भुइँचालो; Newar: भुखा; Northern Catanduanes Bicolano: linog; Northern Thai: ᨹᩯ᩠᩵ᨶᨯᩥ᩠ᨶᩉ᩠ᩅᩱ; Norwegian Bokmål: jordskjelv; Nynorsk: jordskjelv; Occitan: tèrratrem, tèrratremol; Odia: ଭୂମିକମ୍ପ; Old Church Slavonic Cyrillic: трѫсъ; Old English: eorþbeofung; Old Frisian: erthbivinge; Old High German: erdbibunga; Ossetian: зӕххӕнкъуыст; Ottoman Turkish: زلزله; Pangasinan: yegieg; Pangutaran Sama: linug; Papiamentu: temblor; Pashto: رېږدله; Persian Iranian Persian: زَمین‌لَرْزِه, زِلْزِلِه, بومَهَن; Plautdietsch: Ieedbäben; Polish: trzęsienie ziemi; Portuguese: sismo, terramoto, terremoto, tremor de terra, tremor,; Punjabi: ਭੂਚਾਲ; Rohingya: zolzola, búsal; Romagnol: taramòt; Romanian: cutremur; Rungus: gumugul ot pomogunan; Russian: землетрясение; Rwanda-Rundi: umutingito; Sanskrit: भूकम्प; Scots: earthquake, yirdquauk; Scottish Gaelic: crith-thalmhainn; Serbo-Croatian Cyrillic: зе̏мљотре̄с, по̀трес; Roman: zȅmljotrēs, pòtres; Shan: ဢိင်ႇသၼ်ႇ; Shor: чер нигилижи; Sicilian: tirrimotu, tirrimutu; Sinhalese: භූචලන; Slovak: zemetrasenie; Slovene: potres; Somali: dhulgariir; Southern Altai: јер силкиниш; Southern Spanish: terremoto, temblor, sismo, seísmo; Sundanese: lini; Swahili: tetemeko la ardhi, zilizala; Swedish: jordbävning, jordskalv; Tagabawa: linug; Tagalog: lindol, teremoto; Tai Dam: ꪵꪠ꪿ꪙꪒꪲꪙꪘꪳꪉ; Tai Tajik: заминларза, зилзила; Tamil: நிலநடுக்கம் பூகம்பம்; Tatar: җир тетрәү, зилзилә; Tausug: linug; Telugu: భూకంపం, భూకంపము; Ternate: sudidi; Thai: แผ่นดินไหว; Tibetan: ས་ཡོམ, ས་གཡོས; Tigrinya: ምንቅጥቃጥ መሬት; Timugon Murut: gongon ru tana; Tiruray: luba; Tiwi: karrarluputi; Tok Pisin: guria; Tolai: guria; Tongan: mofuike; Turkish: deprem, zelzele; Turkmen: ýer titremesi; Tuvan: чер шимчээшкини; Udmurt: музъем зуркан; Ukrainian: землетрус; Urdu: زَلْزَلَہ; Uyghur: زىلزىلە, يەر تەۋرەش; Uzbek: zilzila, yer qimirlash; Vietnamese: động đất; Võro: maavärrin; Vurës: rir; Walloon: tronnmint d' tere, hosmint d' tere, stombixhmint d' tere; Waray-Waray: linog; Welsh: daeargryn; West Coast Bajau: linug; West Frisian: ierdskodding; Xhosa: inyikima; Yakan: linug; Yakut: сир хамсааһына; Yiddish: ערטקווייק, ערדציטערניש; Zazaki: bumlerz; Zhuang: deihdoengh