κάτωθεν

From LSJ
Revision as of 07:40, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτωθεν Medium diacritics: κάτωθεν Low diacritics: κάτωθεν Capitals: ΚΑΤΩΘΕΝ
Transliteration A: kátōthen Transliteration B: katōthen Transliteration C: katothen Beta Code: ka/twqen

English (LSJ)

rarely κάτωθε Eub. 16, Alex.128.3, Theoc.4.44: (κάτω):—Adv.
A from below, up from below, ἐλθεῖν A.Pers.697 (troch.); ἀμπέμπων Id.Ch.382 (lyr.); ἐπανιέναι Pl.Ti.22e; ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος Id.Cra.403a; ἡ κάτωθεν ἄνω πληγὴ ἀνατπωμένη Id.Sph.221b; also, from the low country, from the coast, Hdt.3.60.
II below, beneath, τὰ κάτωθεν Pl.Cra.408d; τὰ κάτωθεν ἰσχυρότατ' εἶναι δεῖ D.2.10; ὁ κάτωθεν νόμος the law below, Id.23.28, cf. Did. ap. Harp. s.v. ὁ κάτωθεν νόμος; τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant.521; οἱ κάτωθεν θεοί ib.1070, cf. E.Alc.424.
2 of time, τοὺς εἰς τὸ κάτωθεν those belonging to the next generation, Pl.Ti.18d.
3 in Logic, = κάτω ΙΙ.g, Arist.AP0.96b37, Top.144a29.
III as preposition c. gen., below, κάτωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ Hp.Aff.15; τῶν ἄκρων Theophrastus Sign.24.

French (Bailly abrégé)

parf. κάτωθε;
adv. et prép.
d'en bas, de dessous ; οἱ κάτωθεν θεοί SOPH les dieux des enfers ; τὰ κάτωθεν DÉM les fondements (d'une maison).
Étymologie: κάτω, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτωθεν [κάτω] poët. ook κάτωθε adv. van plaats (waarvandaan) van onder, van beneden:; ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν van onder uit de aarde Plat. Crat. 403a; τὰς ψυχὰς ἀναπεμπομένας κάτωθεν zielen die omhooggestuurd worden van beneden Luc. 26.22; van plaats (waar) onder, beneden:. τῶν κάτωθεν θεῶν van de goden van de onderwereld Soph. Ant. 1070; τὰ κάτωθεν het fundament Dem. 2.10. van tijd later:. τοὺς δ’ εἰς τὸ κάτωθεν degenen die later geboren zijn Plat. Tim. 18d. prep. met gen. onder.

German (Pape)

[Seite 1406] κάτωθε Alexis Ath. III, 76 d, gew. κάτωθεν, 1) von unten her, bes. aus der Unterwelt, Aesch. Pers. 863 Ch. 376; ἄνωθενκάτωθεν Soph. Phil. 28; ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος Plat. Crat. 403 a; Tim. 22 e; Sp. – 2) = κάτω; τῶν κάτωθεν θεῶν Soph. Ant. 1007; eigtl. die Götter, die von unten her wirken, vgl. Lob. zu Phryn. 128; so Eur. Alc. 426; τὰ κάτωθεν, beim Hause die Teile von unten, das Fundament, Dem. 2, 10; – ὁ κάτωθεν νόμος, das darauf folgende Gesetz, Dem. 23, 28, der nachher dafür sagt ὁ μετὰ ταῦτα νόμος; vgl. B. A. 269. So von der Zeit, darauffolgend, τοὺς εἰς τὸ κάτωθεν ἐκγόνους Plat. Tim. 18 d.

Russian (Dvoretsky)

κάτωθεν: adv.
1 снизу (ἐλθεῖν Aesch.; ἐπανιέναι Plat.): ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν Plat. из недр земли;
2 (там) внизу: οἱ κάτωθεν θεοί Soph. боги подземного царства; ἄνωθεν ἢ κ.; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. наверху или внизу? я не вижу; τὰ κάτωθεν Dem. основание, фундамент;
3 вниз (ἡ κάτωθεν μεταβολή Arst.);
4 пониже, ниже (ὀλίγον κάτωθεν τινος Arst.);
5 после, потом, позднее: οἱ εἰς τὸ κάτωθεν ἔκγονοι Plat. родившиеся позднее, потомки; ὁ κάτωθεν νόμος Dem. последующий, т. е. более поздний закон.

Greek Monolingual

και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε)
επίρρ.
1. από κάτω προς τα πάνωὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.)
2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν της τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῦ ὀφθαλμοῦ», Ιπποκρ.)
μσν.
1. παρακάτω
2. γεωγρ. δυτικά
3. φρ. «τὸ κάτωθεν» — προς δυσμάς
αρχ.
φρ. α) (λογ.) «τὰ κάτωθεν» — τα κατώτερα μέλη κατιούσας σειράς γενών και ειδών
β) «τοὺς εἰς το κάτωθεν» — αυτούς που ανήκουν στην επόμενη γενεά (Πλάτ.)
γ) «τὰ κάτωθεν οἰκίας» — τα κάτω μέρη του σπιτιού, τα θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -θεν, επιρρμ. κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως].

Greek Monotonic

κάτωθεν: (κάτω), επίρρ.,
I. από χαμηλά, από κάτω προς τα πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης, από τα χαμηλά επίπεδα της χώρας, από την ακτή, σε Ηρόδ.
II. χαμηλά, από κάτω, κάτωθι, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κάτωθεν: σπανίως -θε, Εὔβουλ. ἐν «Βελλ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 1· (κάτω)·- Ἐπίρρ., ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἐλθεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 697· ἀναπέμπειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 382· ἐπανιέναι Πλάτ. Τίμ. 22Ε· ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται πλοῦτος ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 403Α·- ὡσαύτως, ἐκ τῆς παραλίας, Ἡρόδ. 2. 60. ΙΙ. ὑποκάτω, ὅτε ὁμαλώτερον θὰ ἦτο τὸ κάτω (πρβλ. ἄνωθεν, ἔσωθεν, κτλ.), τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; Σοφ. Ἀντ. 517· οἱ κάτωθεν θεοὶ αὐτόθι 1070, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 424· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, τὰ κάτωθεν, = τὰ κάτω, Πλάτ. Κρατ. 408D, πρβλ. Σοφιστ. 221Β· τὰ κάτωθεν οἰκίας, τὰ κάτω μέρη, τὰ θεμέλια, Δημ. 2. 10· ὁ κάτωθεν νόμος, ὁ κατωτέρω νόμος, ὁ αὐτ. 629. 16 2) ἐπὶ χρόνου, τοὺς εἰς τὸ κάτωθεν ἐκγόνους Πλάτ. Τίμ. 18D. 3) ἐν τῇ Λογικῇ, = κάτω ΙΙ. η, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 4. 13, 9, Τοπ. 6. 6, 10. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 128.

Middle Liddell

κάτω
I. from below, up from below, Aesch., Plat.:—also, from the low country, from the coast, Hdt.
II. below, beneath, where κάτω would be required by our idiom, Soph., Plat., etc.

English (Woodhouse)

below, from below, from the underworld, from the under-world, from under

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)