πηγαῖος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.99(lyr.):—
A from a spring, ὕδατα Hp.Aër.8; π. ῥέος spring-water, A.Ag.901; χέρνιψ E. l. c.; π. ἄχθος a weight of water, Id.El.108; π. κόραι water Nymphs, Id.Rh.929; π. ὕδωρ, ὕδατα, Pl.Lg.845e, Criti.113e; opp. συλλογιμαῖα, Arist.Mete.353b25: metaph., belonging to the primal source, Dam.Pr.96. Adv. πηγαίως Procl.in Prm.p.566S.
II πηγαῖον, τό, = ἀρδάνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 608] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; ῥέος, Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
de source, qui coule d'une source ou d'une fontaine.
Étymologie: πηγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγαῖος -α -ον [πηγή] van een bron, bron-.
Russian (Dvoretsky)
πηγαῖος: и
1 взятый из источника, ключевой (ὕδωρ Plat.; χέρνιψ Eur.): πεγαῖον ἄχθος Eur. ноша, т. е. сосуд с ключевой водой;
2 живущий у источников, водяной (κόραι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πηγαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· (πηγή)· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. ῥέος, ὕδωρ ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· χέρνιψ Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. ἄχθος, ἀγγεῖον πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. ὕδωρ, ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηγαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῖα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῖον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῖον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῖον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῖαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραίος)].
Greek Monotonic
πηγαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (πηγή), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πηγάδι, πηγαῖον ῥέος, νερό από την πηγή, σε Αισχύλ.· πηγαῖον ἄχθος, το βάρος ενός δοχείου με νερό, σε Ευρ.· πηγαῖαι κόραι, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.
Middle Liddell
πηγαῖος, η, ον πηγή
of or from a well, π. ῥέος spring-water, Aesch.; π. ἄχθος a weight of water, Eur.; π. κόραι water Nymphs, Eur.