ἐπικλινής

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ἐπικλινές,
A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr. CP 3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.
2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οἰκείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. ἐπικλινῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Gegensatz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Übertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s'incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλῐνής:
1 наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2 отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.

Middle Liddell

ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.

English (Woodhouse)

sloping, on an incline, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)