περιφρονέω

Revision as of 18:35, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

A compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.Nu. 225; τὰ πράγματα ib.741.
II contemn, despise, τινας Th.1.25; τὰ δαιμόνια D.H.1.71, etc.: c. gen., τοῦ ζῆν Pl.Ax.372b; τοῦ πιθανοῦ Plu.Thes.1, cf. Ael.Tact. Praef.3, etc.: metaph., of diseases or difficult patients, defy remedies, Alex. Trall.1.15, Archig. ap. Aët.6.8:—Pass., J.AJ4.5.2.
III intr., to be very thoughtful, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Pl.Ax.365b (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 599] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut.

French (Bailly abrégé)

περιφρονῶ :
1 méditer sur tous les points examiner à fond, acc.;
2 regarder de côté, dédaigner, mépriser.
Étymologie: περί, φρονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φρονέω nadenken, peinzen over, bestuderen:. περιφρονῶ τὸν ἥλιον ik bestudeer de zon Aristoph. Nub. 225. minachten, met acc. of gen.. περιφρονοῦντες δὲ αὐτούς omdat zij hen minachtten Thuc. 1.25.4; ὅπου δ’ ἂν... τοῦ πιθανοῦ περιφρονῇ maar waar (het verhaal) geen respect toont voor geloofwaardigheid Plut. Thes. 1.5.

Russian (Dvoretsky)

περιφρονέω:
1 всесторонне обдумывать (τὰ πράγματα Arph.);
2 презирать (τινα Thuc., Arph. и τινος Plat., Plut., NT): π. τοῦ πιθανοῦ Plut. выходить за пределы вероятного (досл. пренебрегать вероятием);
3 быть разумным: περιφρονοῦσα ἡλικία Plat. разумный, т. е. зрелый возраст.

English (Strong)

from περί and φρονέω; to think beyond, i.e. depreciate (contemn): despise.

English (Thayer)

περιφρόνω;
1. to consider or examine on all sides (περί, III:1), i. e. carefully, thoroughly (Aristophanes nub. 741).
2. (from περί, beyond, III:2), to set oneself in thought beyond (exalt oneself in thought above) a person or thing; to contemn, despise: τίνος (cf. Kühner, § 419,1b. vol. 2, p. 325), Plutarch, others; τοῦ ζῆν, Plato, Ax., p. 372; Aeschines dial. Socrates 3,22).

Greek Monotonic

περιφρονέω: μέλ. -ήσω·
I. περικλείω σε σκέψεις, κάνω υποθέσεις σχετικά με, στοχάζομαι για κάτι, τὸνἥλιον, σε Αριστοφ.
II. παραβλέπω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονέω: σκέπτομαι περί τινος, περισκοπῶ, ἐξετάζω αὐτὸ πανταχόθεν, περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «περιεργάζομαι καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, αὐτόθι 734. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπερφρονέω, καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι περίφρων, συνετός, σκεπτικός, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.
II. to overlook, to contemn, despise, Thuc.

Chinese

原文音譯:perifronšw 胚里-弗羅尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-意向
字義溯源:自忖過高,輕視別人,藐視,輕看,輕蔑;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(φρονέω)=想著)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過);而 (φρονέω)出自(φρήν)*=悟性)。參讀 (ἐξουθενέω / ἐξουθενόω)同義字
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 可以輕看(1) 多2:15