φιλαπεχθήμων
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
φιλαπεχθήμον, gen. ονος, fond of making enemies, quarrelsome, Lys. 24.24, Isoc. 8.65, D. 24.6 ; Sup., Jul. Mis. 342d. Adv. φιλαπεχθημόνως = contentiously, φιλαπεχθημόνως ἔχειν = to be quarrelsome, Pl. R. 500b ; πρός τινα Ph. 2.381.
German (Pape)
[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
malveillant, haineux, hargneux, méchant.
Étymologie: φίλος, ἀπεχθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπεχθήμων: 2, gen. ονος враждебно настроенный, сварливый Lys., Isocr., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.).
επίρρ...
φιλαπεχθημόνως Α
με φιλαπεχθημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»].
Greek Monotonic
φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. -ονος (ἀπεχθάνομαι), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, εριστικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, έχω φιλέριδη διάθεση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλ-ᾰπεχθήμων, ονος, ἀπεχθάνομαι
fond of making enemies, quarrelsome, Isocr., Dem. adv., φιλαπεχθημόνως ἔχειν to be quarrelsome, Plat.
Translations
quarrelsome
Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar