ὄρνυμι
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
or ὀρνύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al. ; inf.
A ὀρνύμεναι Il.17.546, ὀρνύμεν 9.353, al.; and from the latter, pres. ὀρνύει Pi.O.13.12, cf. Orph.L.222 : 3sg. and pl. impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : fut. ὄρσω 21.335, Pi.N.9.8, S.Ant.1060 : aor. ὦρσα Il.5.629, al., Hes.Th.523, A. Pers.496; Ion. 3sg. ὄρσασκε Il.17.423: redupl. aor. 2 ὤρορε 2.146, Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in 3sg. ὄρνυται Il.5.532, al., imper. ὄρνυσθε ib.102, al., part. ὀρνύμενος 20.158, al.: impf. ὠρνύμην, used by Hom. in 3sg. and pl., ὤρνῠτο Il.3.267, al., ὤρνυντο Od.2.397, al.: fut. 3sg. ὀρεῖται Il.20.140 : aor. 2 ὠρόμην, 3sg. ὤρετο 12.279,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; 3pl. without augm. ὄροντο Od.3.471 (but v. ὄρομαι), ὀρέοντο Il.2.398,23.212 (unless this is impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; Ion. contr. ὄρσευ 4.264, 19. 139; subj. ὄρηται Od.16.98,al. ; inf. ὄρθαι Il.8.474; part. ὀρόμενος A. Th.87, 115 (both lyr.), ὄρμενος Il.11.326, al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag.1408 (cf. 429), Supp.422, S.OT177: to the Med. also belongs the pf. ὄρωρα, used by Hom. only in 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj. ὀρώρῃ Il.9.610, al.; and plpf. ὀρώρει 2.810, al. (cf. ὄρομαι), also ὠρώρει 18.498, A.Ag.653, S.OC1622:—Pass., perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377 ; subj. ὀρώρηται Il.13.271: 3pl. aor. ὦρθεν Corinn.Supp.1.21. (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', aor. 3sg. ārta = ὦρτο, Lat.orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.) :—stir, stir up; esp. 1 of bodily movement, urge on, incite, τινὰ ἐπί τινι Il.5.629, 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th.523; τινὰ ἀντία τινός Il.20.79; rarely, τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29: c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273; τὴν . . ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222 ; τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12, cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—Med., with pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε . . μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.; ὄρσο 5.109,24.88; ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264, 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously, ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590, 11.343; ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248; ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης 5.17, etc.; ὄρνυται λαός A.Th.89(lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320. 2 make to arise, call forth, ἀπ' Ὠκεανοῦ . . Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348, cf. 7.169; awaken, arouse from sleep, ὦρσεν . . Ἱπποκόωντα Il.10.518 ; of animals, start, chase, ὦρσαν δὲ Νύμφαι . . αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154 ; ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων . . ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190 :— Med., arise, start up, esp. from bed, Ἠὼς ἐκ λεχέων . . ὤρνυθ' 11.2 ; ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2, etc.; ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from... 5.13 : abs., ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th.843: c. inf., rise to do a thing, set about it, οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397 (so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342); ὦρτο . . ἴμεν 7.14, cf. Hes.Sc. 40; ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62, etc.; ὤρετο . . Ζεὺς νειφέμεν started or began to... 12.279 ; without inf., ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539. 3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like, which the gods call forth, ὄρσας . . ἀνέμων . . ἀϋτμήν 11.407, cf. Il.14.254, 21.335 ; νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε 1.10, etc.; θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers.496 :—and in Med., arise, ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294, al. ; φλὸξ ὦρτο Il.8.135 ; ὅτε τις χειμὼν . . ὄροιτο Od.14.522 ; ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214 ; πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738, cf. S.OT177 (lyr.). b of human actions, passions, and the like, ὄρσαι πόλεμον Il.4.16 ; ἔριν Od.3.161 ; ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53 ; ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108, al. ; μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46, cf. 10.457 ; ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362 ; ἐν μένος ὦρσεν 8.335 :—and in Med., φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή 5.532 ; καί μοι μένος ὤρορε 13.78 ; ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347 ; ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384 ; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572 ; ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34 ; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th.191 ; ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71. 4 A.R. uses ὄρωρε nearly as = ἐστί, 1.713, al. ; ὀρώρει = ἦν, 2.473, 3.457.—The Verb is mainly used in Ep. and Lyr. poetry; seldom found in Trag. trim., ὄρσω S.Ant.1060; ὦρσα A.Pers.496 ; ὄρνυμαι S.OC1320 ; ὠρώρει ib.1622, A.Ag.653 ; prob. never in Com. (Ar.Ra.1529 is mock-Epic) or correct Prose.
German (Pape)
[Seite 384] (οπ), auch ὀρνύω, wovon Hom. die übrigen Formen des praes. u. impf. ableitet, außer ὄρνυθι u. ὄρνυτε, fut. ὄρσω, Il. 4, 16. 21, 335, aor. ὦρσα, ὄρσαι, ὄρσας, auch ὄρσασκε, 17, 423, – erregen, in Bewegung setzen, bewegen, zum Gehen antreiben, gew. Menschen, bes. zum Kampfe, οἱ δ' Ἀχαιοὺς ὤρνυον, 12, 142, ἄλλους ὄρνυθι λαούς, 15, 475; ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἆθήνη, 4, 439; auch = aufstehen lassen, sich erheben lassen, χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα ὦρσεν ἀπ' ἐσχαρόφιν Od. 7, 169, ἀπ' ὠκεανοῦ Ἠριγένειαν 23, 348, ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il. 22, 190, aus dem Schlaf aufwecken, 10, 518, und ähnl. ὦρσαν δὲ Νύμφαι αἶγας, die Nymphen jagten die Ziegen auf, Od. 9, 154. – Eben so von leblosen Dingen; χαλεπὴν ὄρσουσα θύελλαν, Il. 21, 335, vgl. Od. 24, 110; πόλεμόν τε κακὸν καὶ φύλοπιν αἰνὴν ὄρσομεν, Il. 4, 16, wir werden die Schlacht erregen, wie ὄρνυτ' ἀϋτήν, 15, 718; auch νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε, 1, 10; κονίην ὦρσαν πόδες ἵππων, 11, 152; und bes. von Gemüthsbewegungen, μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε, Od. 10, 457; μένος, den Muth, Il. 17, 423 u. öfter; ἄσβεστον γέλω, Od. 20, 346; vgl. Pind. ὦρσεν ἐκ Δαναῶν γόον, P. 3, 102; νυκτὶ δ' ἐν ταύτῃ θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε, Aesch. Pers. 488; übertr., οἴαν σοι λώβαν ὦρσέ τις δαίμων, Eur. Hec. 201. – Hom. hat hierzu noch einen eigenen aor. ὤρο ρον, von dem unten beim med. erwähnten perf. ὄρωρα wohl zu unterscheiden, κύματα Εὖρός τε Νότος τε ὤρορε Il. 2, 146, vgl. Od. 4, 712. 19, 201. – Das, wozu man Einen antreibt, wird im inf. hinzugesetzt, τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι, Il. 13, 794. 17, 273, ὄφρα πυρὴν ὄρσητε καήμεναι, 23, 210, τὴν δ' ἤτοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές, Od. 23, 222; so Pind. τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν, Ol. 13, 12; ὤρνυεν κάρυκας πλόον φαινέμεν, P. 4, 170; ἀεῖσαι Θέμιτες ὦρσαν, Ol. 11, 25, regten an zu singen; absol., δαίμονος: ὀρνύντος, auf Antrieb des Gottes, P. 10, 10; ὄρσεις με τἀκίνητα διὰ φρενῶν φράσαι, Soph. Ant. 1047; – auch durch Präpositionen bestimmt, bes. bei feindlicher Aufregung, Τληπόλεμον ὦρσεν ἐπ' ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι μοῖρα, Il. 5, 629. 12, 293, ἀντία τινός, 20, 79; auch τινά τινι, 17, 72. – Häufiger im med. ὄρνυμαι (Hom. ὄρνυται, ὄρνυσθε, ὀρνύμενος, impf. ὤρνυτο, ὤρνυντο), fut. ὀροῦμαι, ὀρεῖται, Il. 20, 140, aor. ὠρόμην, ὤρετο, 22, 102, häufiger in synkopirier Form ὦρτο, ὄροντο, Od. 3, 471, auch ὀρέοντο (s. ὀρέομαι), imperat. ὄρσο u. ὄρσεο, ὄρσευ, inf. ὄρθαι, Il. 8, 474, partic. ὄρμενος, perf. ὄρωρα (Hom. nur in der 3. Pers. ὄρωρε, ὀρώρῃ, ὀρώρει, oft, wie βοὴ δ' ἄσβεστος ὀρώρει, Il. 11, 500, was Ar. Pax 1153 beibehält, aber auch ὠρώρει, Il. 18, 498, wie Aesch. u. Soph., s. unten); aber ὤρορε ist aor., der Bdtg nach zum Activ gehörig (s. oben); Il. 13, 78 καί μοι μένος ὤρορε und Od. 8, 539 ἐξ οὗ ὤρορε θεῖος ἀοιδός sind nach der einfachsten Erkl. als Perfecta mit intransitiver Bdtg zu nehmen; gleichbedeutend mit ὄρωρε findet sich noch eine passive Form ὀρώρεται, Od. 19, 377. 524, u. dazu der conj. ὀρώρηται, Il. 13, 271; sich regen, sich in Bewegung setzen, in denselben Vrbdgen wie das act.; zunächst von lebenden Wesen, sich erheben, z. B. vom Lager, ἠὼς ἐκ λεχέων ὤρνυτο, Il. 11, 2 u. öfter, wie ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφι, Od. 3, 405 u. öfter, ἀπὸ θρόνου, Il. 11, 645, u. ohne Zusatz, ὀρνυμένοιο ἄνακτος, Hes. Th. 843; vgl. ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο Pind. P. 4, 134; zur Schlacht, ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός, Il. 5, 13, ὦρτο δ' ἐπ' αὐτούς, er stürmte gegen sie los, ib. 590 u. öfter; absol., sich regen, rühren, bes. im imperat. ὄρσεο, Il. 3, 250. 18, 170 u. öfter, δεῦρο δὴ ὄρσο, Od. 22, 395, wie ἄγε, ἴθι, nur mit dem Nebenbegriff größerer Schnelligkeit; auch ὄρσο κέων, Od. 7, 342, erhebe dich, schlafen zu gehen. – C. inf., sich anschicken, Etwas zu thun, sich erheben wozu, einen Anlauf wozu nehmen, οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο, sie erhoben sich um schlafen zu gehen, Od. 2, 397, ὦρτο πόλινδ' ἴμεν, 7, 14. – Von den Gliedern, εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, so lange sich mir die Kniee bewegen, regen, Il. 9, 610. 10, 90 Od. 18, 133 u. sonst, u. ähnl. τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν, Il. 11, 827, wie vom Geiste und von Gemüthsbewegungen, ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται, Od. 1, 347, und ἵνα μήτις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται, 20, 267, öfter; πένθος, Il. 11, 658, u. danach auch πόλεμος, πόνος, 12, 348. 361, u. in weiterer Ausdehnung auch von den Aeußerungen derselben, bes. vom Lärm, ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν, 16, 633 u. öfter, wie wir auch sagen »der Lärm erhebt sich«; ἀλαλητός, 4, 436, ὅμαδος, 9, 573, βοή, 11, 500, στόνος, 10, 483, δοῦπος, 16, 635, κτύπος, 19, 363; auch ὑμέναιος, 18, 493, κλαγγὴ συῶν, Od. 14, 412; und von leblosen Dingen und Naturerscheinungen, κονίσαλος ὤρνυτο, Staub erhob sich, Il. 3, 13, κονίη, 11, 151, κῦμα ὀρνύμενον, 14, 395, öfter, καύματος ὀρνυμένοιο, 5, 865, vgl. ὅτε (πῦρ) τ' ὤρετο καιέμεν ὕλην, 14, 397, χειμών, Od. 14, 522, οὐρανόθεν νύξ, 5, 294; ἐκ φαρέτρας ὀρνύμενον βέλος, Pind. P. 4, 91, wie auch Hom. sagt δοῦρα ὄρμενα πρόσσω, vorwärts fliegende Speere, Il. 11, 572; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο, Schaum erhob sich, bildete sich, Hes. Th. 191. In allen diesen Vrbdgn auch bei den Tragg.; ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαός, Aesch. Spt. 88; ὀρόμενον κακὸν ἀλεύσατε, das andrängende Uebel, ib. 87; κῦμα γὰρ περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον, Spt. 110; ἐν νυκτὶ δυσκύμαντα δ' ὠρώρει κακά, Ag. 639; οὐδ' ἔτ' ὠρώρει βοή, Soph. O. C. 1618; εἰς ἔριν ὀρνυμένα, Eur. I. T. 1149. Sp. D.