βραχύς

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύς Medium diacritics: βραχύς Low diacritics: βραχύς Capitals: ΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: brachýs Transliteration B: brachys Transliteration C: vrachys Beta Code: braxu/s

English (LSJ)

εῖα (Ion. έα Hdt.5.49), ύ, dat. pl.

   A βραχέοις JHS33.317 (Thess.): Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): Sup. βραχύτατος, βράχιστος:—short,    1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg.718e, etc.; [αἰών] prob. in B.3.74; βίος Hdt. 7.46; καιρός Call.Epigr.9; χρόνος A.Pr.939, Pers.713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr.505, v.l. in Pers.713; ἐν βραχεῖ (Ion. βραχέϊ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp.217a codd.; διὰ βραχέος Th.2.83; μακρὰν συνήθειαν βραχεῖ λῦσαι χρόνῳ Men.726; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6; ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: Comp., ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5; τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10; βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.    2 of Size, short, small, μορφάν β. Pi.I.4(3).53; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach... ib.7(6).44; β. τεῦχος S.El.1113, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to... Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph.241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly, φυγεῖν Alciphr.3.5; βραχύ τι λωφᾶν ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.    3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El.673; ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59; ἐν βραχυτέροις Pl.Grg.449c; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt.336a; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, Lys.16.9, cf. Pl.Grg.449c; ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.    4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC880; τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl.613; β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1; of things, petty, trifling, ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT121; χάρις Id.Tr.1217; πρόφασις E.IA1180; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El.1304; οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78, cf. 140; β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76; β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17; οὐσία Is.10.25: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.    5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat.4b34, Rh. 1409a18, Po.1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.)

German (Pape)

[Seite 462] εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσθαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασθαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.