μαλθακός

From LSJ
Revision as of 12:35, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκός Medium diacritics: μαλθακός Low diacritics: μαλθακός Capitals: ΜΑΛΘΑΚΟΣ
Transliteration A: malthakós Transliteration B: malthakos Transliteration C: malthakos Beta Code: malqako/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. μόλθακος Alc.Oxy.1789.1 ii 3:—

   A soft,    I of things subject to touch, ἄνθεα h.Hom.30.15; δρόσος, γυῖα, Pi.P.5.99, N.4.4; γνόφαλλον Alc.34; τύλα Sapph.50; σιαγόνας μαλθακὰς τίθησι, of a boxer, S.Fr.112; μέχρις οὗ (ευ Pap.) . . τὸ βρέγμα τῷ σκίπωνι μαλθακὸν θῶμαι Herod.8.8; of ground, stoneless, χῶρός ἐστι μ. A.Fr.199.5; τὰ μ. γαίας E.Hipp.1226; χρώς Id.Med.1075; μ. τινά, opp. στερεόν, Pl.Phdr.239c; μ. ὕδατα, of marsh water, Hp.Aër.1; μ. πῦρ a slow fire, Id.Ulc.12; μ. νηδύες relaxed, Id.Aër.7: Comp. ωτέρα σικυοῦ Theopomp.Com.72: Sup., Eup.319. Adv. -κῶς, κατακεῖσθαι to recline on soft cushions, Ar.Ach.70; φιλήσατόν με μ. ib. 1200.    II mostly metaph., faint-hearted, cowardly, αἰχμητής Il. 17.588; ὄκνος Alc.Oxy.l.c.; μηδὲ μ. γένῃ A.Eu.74; τὸ μ. βίου E. Supp.883; μ. τι ἐνδιδόναι show signs of relenting, Id.Hel.508; also, weak, feeble, Ar.V.714.    b = κίναιδος, Cael.Aur.TP4.131.    2 in good sense, gentle, mild, ὕπνος Hes.Fr.121.4; μαλθακὰ κωτίλλων Thgn.852; οἶνος ὡς -ώτατος mild, weak, Hp.Morb.2.44; μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα, Pi.P.4.137, N.9.49, P.1.98,8.31; μ. ὀμμάτων βέλος A.Ag.742 (lyr.); μ. λόγοι S.Ph.629; γῆρυς Ar.Av.233 (lyr.); ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι to bring to a mild temper, E.Or.714; ὀργὴ γέροντος μ. mellow temper, S.Fr.894; μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ -ώτερον Ar.Ra. 539 (lyr.); of pain, -ωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Pl.Tht.149d. Adv. gently, mildly, τὸν κρατοῦντα -κῶς A.Ag.951; σκληρὰ μ. λέγειν S.OC 774: neut. as Adv., μαλθακόν σφ' ἐπόψεται A.Ag.1642: Comp. -ωτέρως, παραμυθούμενοι Pl Sph.230a.—Mainly poet., esp. Lyr. and Trag. (μαλακός being the Prose word), but also in Hp. and Pl.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθακός: -ή, -όν, (μαλακὸς τῇ παρεμβολῇ τοῦ θ), μαλακός. II. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, μ. ἄνθεα Ὁμ. Ὕμν. 30. 15· δρόσος, γυῖα Πινδ. Π. 5. 133, Ν. 4. 4· σιαγόνες Σοφ. Ἀποσπ. 114· ἐπὶ ἐδάφους, ὁμαλός, λεῖος, οὐχὶ τραχὺς ἢ ἀνώμαλος, χῶρός ἐστι μ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· τὰ μ. γαίας Εὐρ. Ἱππ. 1226· χρὼς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1057· μ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ στερεόν, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· μ. νηδύς, χαλαρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μ. τι ἐνδιδόναι, ἴδε μαλακὸς ΙΙΙ. 2· - ἐπίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, κατακεῖσθαι ἐπὶ μαλακῶν στρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 70, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγ.» 2, καὶ ἴδε μαλακὸς Ι· μ. φιλεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1200. ΙΙ. Τὸ πλεῖστον μεταφ. ὀλιγόψυχος, ἀπρόθυμος, δειλός, αἰχμητὴς Ἰλ. Ρ. 588· οὕτω, μηδὲ μ. γένῃ Αἰσχύλ. Εὐμ. 74· τὸ μ. βίον Εὐρ. Ἱππ. 883· οἱ μ. = κίναιδοι, Λοβ. Ἀγλαόφ. 1008· - ὡσαύτως ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Σφ. 714. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, μαλακός, ἥσυχος, ἤπιος, θελκτήριος, ὕπνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 4· μαλθακὰ κωτίλλειν Θέογν. 882· μ. οἶνος, ἤπιος, «ἀδύνατος», Ἱππ. 474. 47· μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα Πινδ. Π. 4. 243· μ. ὀμμάτων βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· μ. λόγοι Σοφ. Φ. 629· γῆρυς Ἀριστοφ. Ὄρν. 233· ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι, ἄγεσθαι εἰς ἠπιωτέραν διάθεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 714· μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 539· ἐπὶ πόνου, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Πλάτ. Θεαίτ. 149D· - ἐπίρρ., ἡσύχως, ἠπίως, πρᾴως, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 951· σκληρὰ μ. λέγειν Σοφ. Ο. Κ. 774· οὕτως, οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· καὶ οὐδ. πληθ., μαλθακὰ κωτίλλων Θέογν. 852· - συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Σοφ. 230Α. - Ἡ λέξις μετὰ τῶν παραγώγων αὐτῆς εἶναι ποιητική, τὸ πλεῖστον ἀπαντῶσα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὁ δὲ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος εἶναι τὸ μαλακός· ἀλλὰ ὁ τύπος μαλθακός, ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. μαλακός.

English (Autenrieth)

= μαλακός, fig. effeminate, cowardly, Il. 17.588†.

English (Slater)

μαλθᾰκός (-ᾶς, -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν, -ά acc.: cf. μαλακός.)
   1 soft, gentle ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (P. 1.98) μαλθακᾷ φωνᾷ (P. 4.137) δρόσῳ μαλθακᾷ (P. 5.99) φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία pr. (N. 4.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι (Boeckh: μαλθακωρας codd.) fr. 122. 8. pro subs., τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι gentleness (P. 8.6)

English (Slater)

μαλθᾰκός (-ᾶς, -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν, -ά acc.: cf. μαλακός.)
   1 soft, gentle ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (P. 1.98) μαλθακᾷ φωνᾷ (P. 4.137) δρόσῳ μαλθακᾷ (P. 5.99) φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία pr. (N. 4.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι (Boeckh: μαλθακωρας codd.) fr. 122. 8. pro subs., τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι gentleness (P. 8.6)