γυῖον

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυῖον Medium diacritics: γυῖον Low diacritics: γυίον Capitals: ΓΥΙΟΝ
Transliteration A: gyîon Transliteration B: guion Transliteration C: gyion Beta Code: gui=on

English (LSJ)

τό,

   A limb, Hom., always pl., in phrases such as γυῖα λέλυντο Il.13.85; ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 14.506; ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230, etc., cf. A.Pers.913 (lyr.), Id.Eleg.3; γυῖα ποδῶν the feet, Il.13.512; μητρὸς γυῖα womb, h.Merc.20; γυῖα hands, Theoc. 22.81; γυῖον, sg., the hand, ib.121 (so prob. as device on signet, Tab.Heracl.1.183); but γυῖον the whole body, Pi.N.7.73, Hp.Epid.6.4.26.—Not in Att. Prose: later, opp. στέρνα καὶ κεφαλή, Plu.Arist.14.

German (Pape)

[Seite 508] τό, das Glied, verwandt mit γύης, γύαλον, ursprünglich also wohl Bezeichnung solcher Stellen des Leibes, wo eine Biegung, eine Krümmung stattfinden kann, Ellenbogen, Knie u. dgl. Bei Hom., welcher das Wort nur in den Formen γυῖα und γυίων hat, γυίων Iliad. 24, 514 Odyss. 6, 140. 10, 363, γυῖα sehr oft, bezeichnet es, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. 119, ausschließlich Hände und Füße: γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πὀδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Iliad. 5, 122. 13, 61. 23, 772; οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα, φίλος, πόδες, οὐδ' ἔτι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί Iliad. 23, 627; daselbst Scholl. Aristonic. und Nicanor., vom Epitomatorin Eins verschmolzen, ἡ διπλῆ, ὅτι ἀπὸ τοῦ γάρ ἦρκται, τὸ αἰτιατικὸν προτάξας· καὶ ὅτι ἐπεξηγήσατο τὴν ἔμπεδα γυῖα λέξιν. βραχὺ δὲ διασταλτέον ἐπὶ τὸ φίλος, ὅτι ὡς εἴρηται, ἐπεξηγεῖται τὰ γυῖα, ὅτι πόδες καὶ χεῖρες: von βραχύ an Nicanor, das δέ und das ὡς εἴρηται vom Epitomator eingeschoben; Iliad. 24, 514 αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται· προείρηται γὰρ ἱκανῶς διὰ τοῦ »αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο«· καὶ ἀκύρως τέθειται τὸ γυίων· οὐ γὰρ οὕτως λέγει πάντα τὰ μέλη, ἀλλὰ μόνον τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας; Iliad. 13, 512 οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι, οὔτ' ἄρ' ἐπαῖξαι μεθ' ἑὸν βέλος οὔτ' ἀλέασθαι, genitiv. definitiv. γυῖα ποδῶν, die πόδες sind die γυῖα; Iliad. 8, 34 ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα; 13, 435 πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα; 7, 6 καμάτῳ δ' ὑπὸ γυῖα λέλυνται; 10, 390 ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα. – Pind. Pyth. 3. 52 dativ. plur. γυίοις; N. 7, 73 singul. γυῖον (vgl. Theocr. 22, 121); Ol. 8, 68 für σῶμα, wie Hippocr.; Luc. Tragödop. 297; – μητρὸς γυῖα, Mutterschoß, H. h. Merc. 20; Callim. Dian. 25. – Selten in Prosa bei Sp., wie Plut. Arist. 14 οὐ μόνον στέρνα καὶ κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ τὰ γυῖα.

Greek (Liddell-Scott)

γυῖον: τό, μέλος· συχν. παρ' Ὁμήρῳ, ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται πληθ. ἐν φράσεσι: γυῖα λέλυντο, τρόμοςκάματος λάβε γυῖα, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 913, πρβλ. Ἀποσπ. 449· ὡσαύτως γυῖα ποδῶν, οἱ πόδες, Ἰλ. Ν. 512· γυῖα, αἱ χεῖρες, Θεόκρ. 22. 81· καὶ γυῖον, καθ' ἑνικ. ἡ χείρ, αὐτόθι 121· ἀλλὰ γυῖον, τὸ ὅλον σῶμα, Πίνδ. Ν. 7. 108, Ἱππ. 1181. 1, κτλ., ἴδε Fo ës, Οἰκον.·- μητρὸς γυῖα, ἡ μήτρα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 20.- Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ΙΙ. γύης, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 183.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. membre ; particul.
1 genou, jambe;
2 périphr. γυῖα ποδῶν IL les pieds;
3 poing ; τὰ γυῖα les bras;
II. au sg. le corps entier.
Étymologie: DELG v. γύης.

English (Autenrieth)

only pl., joints, ποδῶν γυῖα, Il. 13.512; then, limbs, members, γυῖα λέλυνται (see γόνυ), κάματος ὑπήλυθε γυῖα, γυῖα ἐλαφρὰ θεῖναι, Il. 5.122; ἐκ δέος εἵλετο γυίων, Od. 6.140.